Η Παρισινή Κομμούνα ήταν η εργατική επαναστατική κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε στο Παρίσι μετά την εξέγερση της εθνοφρουράς και των εργατών της πόλης και διήρκεσε από τις 26 Μαρτίου του 1871 μέχρι τις 28 Μαΐου της ίδιας χρονιάς.
Με το τέλος του Γάλλο-Πρωσικού πολέμου το Παρίσι ήταν υπό Πρωσική κατοχή. Ο λαός και η εθνοφρουρά του Παρισιού ωστόσο, ενώ είχε αντέξει την Πρωσική πολιορκία για έξι μήνες, αρνήθηκαν την Πρωσική κατοχή αποκλείοντας τους Πρώσους σε μία μικρή περιοχή του Παρισιού και αστυνομεύοντας τα «σύνορα» της περιοχής αυτής. Η κυβέρνηση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας με πρόεδρο τον Αδόλφο Θιέρσο, φοβήθηκε ότι οι εργάτες του Παρισιού θα έπαιρναν τα όπλα της εθνοφρουράς και θα προκαλούσαν τους Πρώσους και έτσι στις 18 Μαρτίου ο Γαλλικός στρατός μπήκε στο Παρίσι. Η εθνοφρουρά του Παρισιού αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα. Ο στρατός υποχώρησε στις Βερσαλλίες και η κυβερνηση κήρυξε τον πόλεμο στις δυνάμεις που κρατούσαν το Παρίσι.
Στις 26 Μαρτίου το Παρίσι εξέλεξε καινούργιο δημοτικό συμβούλιο, με πρόεδρο τον Λουί Ογκίστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui 1805-1881) που ήταν φυλακισμένος από την κυβέρνηση, και στις 28 Μαρτίου ανακηρύχθηκε η Παρισινή Κομμούνα. Ο στρατός της πόλης αντικαταστάθηκε από πολιτοφυλακή αποτελούμενη από όλους τους πολίτες που μπορούσαν να πολεμήσουν. Η Κομμούνα πήρε σχεδόν αμέσως μέτρα προς εύνοια των εργατών: επέβαλε πάγωμα των τιμών στα ενοίκια κατά την διάρκεια του πολέμου, απαγόρευσε στα ενεχυροδανειστήρια να πουλούν αγαθά καθώς οι εργάτες αναγκάστηκαν να βάλουν ενέχυρο τα εργαλεία τους κατά την διάρκεια του πολέμου, κρατικοποίησε την εκκλησιαστική περιουσία, ανέβαλε την υποχρέωση καταβολής των χρεών, εξίσωσε τους μισθούς των υπαλλήλων και τους επέβαλε ανώτατο όριο και κατάργησε τους τόκους.
Ο στρατός των Βερσαλλιών επιτέθηκε στο Παρίσι στις 2 Απριλίου και από τότε το Παρίσι βρισκόταν υπό συνεχή βομβαρδισμό. Όσοι Κομμουνάροι αιχμαλωτίζονταν εκτελούνταν αμέσως και το πλεονέκτημα του στρατού ήταν τέτοιο ώστε από τα μέσα Απριλίου σταμάτησε κάθε διαπραγμάτευση με το Παρίσι. Το τείχος της πόλης καταλήφθηκε στις 21 Μαΐου, αλλά η σκληρότερη αντίσταση σημειώθηκε στις ανατολικές εργατικές συνοικίες του Παρισιού όπου οι οδομαχίες συνεχίστηκαν για ακόμα οκτώ μέρες, που έμειναν στην ιστορία ως η "Ματωμένη Βδομάδα" (La semaine sanglante). Καθ' όλη την διάρκεια της επέλασης των κυβερνητικών στρατευμάτων θανατώθηκαν πολλοί άμαχοι, και σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές μόνο κατά τη "Ματωμένη Βδομάδα" σκοτώθηκαν 17.000 παριζιάνοι ενώ άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό σε 30.000. Οι τελευταίοι εκατόν σαράντα επτά Κομμουνάροι εκτελέστηκαν το απόγευμα της 28ης Μαΐου στο νεκροταφείο Περ Λασέζ όπου είχαν οχυρωθεί, σε ένα σημείο που σήμερα είναι γνωστό ως Τοίχος των Κομμουνάρων. Οι απώλειες των κυβερνητικών το ίδιο διάστημα ήταν 1.000. Συγκριτικά, την περίοδο της τρομοκρατίας κατά την πρώτη Γαλλική Επανάσταση, που διήρκεσε ενάμισι χρόνο, οι νεκροί ήταν 19.000.
Ακόμα και μετά την πτώση του Παρισιού, τα αντίποινα συνεχίστηκαν και 4,500 με 7,000 Κομμουνάροι εξορίστηκαν στη Νέα Καληδονία, ενώ το Παρίσι παρέμεινε υπό στρατιωτικό νόμο για ακόμα πέντε χρόνια. Σε αρκετές άλλες πόλεις δημιουργήθηκαν κομμούνες προς συμπαράσταση στο Παρίσι οι οποίες κατεστάλησαν και αυτές, όπως στις πόλεις Σαιντ Ετιέν (Saint Etienne), Λε Κροζό (Le Creusot) και Μασσαλία.
Τα πιο γνωστά έργα που αναλύουν τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας είναι Η 18η Μπρυμαίρ (9η Νοεμβρίου 1799) του Λουδοβίκου Βοναπάρτη του Καρλ Μαρξ, γραμμένο λίγο καιρό μετά το τέλος της Κομμούνας, και το Κράτος και Επανάσταση του Λένιν. Πληθώρα άλλων έργων σοσιαλιστών αναλυτών ασχολούνται με το θέμα. Η επίδραση της Παρισινής Κομμούνας στα επόμενα επαναστατικά εγχειρήματα των αρχών του εικοστού αιώνα υπήρξε μεγάλη, τόσο ως συμβόλου ως και του πρώτου πειράματος εργατικής-σοσιαλιστικής διακυβέρνησης.
Με το τέλος του Γάλλο-Πρωσικού πολέμου το Παρίσι ήταν υπό Πρωσική κατοχή. Ο λαός και η εθνοφρουρά του Παρισιού ωστόσο, ενώ είχε αντέξει την Πρωσική πολιορκία για έξι μήνες, αρνήθηκαν την Πρωσική κατοχή αποκλείοντας τους Πρώσους σε μία μικρή περιοχή του Παρισιού και αστυνομεύοντας τα «σύνορα» της περιοχής αυτής. Η κυβέρνηση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας με πρόεδρο τον Αδόλφο Θιέρσο, φοβήθηκε ότι οι εργάτες του Παρισιού θα έπαιρναν τα όπλα της εθνοφρουράς και θα προκαλούσαν τους Πρώσους και έτσι στις 18 Μαρτίου ο Γαλλικός στρατός μπήκε στο Παρίσι. Η εθνοφρουρά του Παρισιού αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα. Ο στρατός υποχώρησε στις Βερσαλλίες και η κυβερνηση κήρυξε τον πόλεμο στις δυνάμεις που κρατούσαν το Παρίσι.
Στις 26 Μαρτίου το Παρίσι εξέλεξε καινούργιο δημοτικό συμβούλιο, με πρόεδρο τον Λουί Ογκίστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui 1805-1881) που ήταν φυλακισμένος από την κυβέρνηση, και στις 28 Μαρτίου ανακηρύχθηκε η Παρισινή Κομμούνα. Ο στρατός της πόλης αντικαταστάθηκε από πολιτοφυλακή αποτελούμενη από όλους τους πολίτες που μπορούσαν να πολεμήσουν. Η Κομμούνα πήρε σχεδόν αμέσως μέτρα προς εύνοια των εργατών: επέβαλε πάγωμα των τιμών στα ενοίκια κατά την διάρκεια του πολέμου, απαγόρευσε στα ενεχυροδανειστήρια να πουλούν αγαθά καθώς οι εργάτες αναγκάστηκαν να βάλουν ενέχυρο τα εργαλεία τους κατά την διάρκεια του πολέμου, κρατικοποίησε την εκκλησιαστική περιουσία, ανέβαλε την υποχρέωση καταβολής των χρεών, εξίσωσε τους μισθούς των υπαλλήλων και τους επέβαλε ανώτατο όριο και κατάργησε τους τόκους.
Ο στρατός των Βερσαλλιών επιτέθηκε στο Παρίσι στις 2 Απριλίου και από τότε το Παρίσι βρισκόταν υπό συνεχή βομβαρδισμό. Όσοι Κομμουνάροι αιχμαλωτίζονταν εκτελούνταν αμέσως και το πλεονέκτημα του στρατού ήταν τέτοιο ώστε από τα μέσα Απριλίου σταμάτησε κάθε διαπραγμάτευση με το Παρίσι. Το τείχος της πόλης καταλήφθηκε στις 21 Μαΐου, αλλά η σκληρότερη αντίσταση σημειώθηκε στις ανατολικές εργατικές συνοικίες του Παρισιού όπου οι οδομαχίες συνεχίστηκαν για ακόμα οκτώ μέρες, που έμειναν στην ιστορία ως η "Ματωμένη Βδομάδα" (La semaine sanglante). Καθ' όλη την διάρκεια της επέλασης των κυβερνητικών στρατευμάτων θανατώθηκαν πολλοί άμαχοι, και σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές μόνο κατά τη "Ματωμένη Βδομάδα" σκοτώθηκαν 17.000 παριζιάνοι ενώ άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό σε 30.000. Οι τελευταίοι εκατόν σαράντα επτά Κομμουνάροι εκτελέστηκαν το απόγευμα της 28ης Μαΐου στο νεκροταφείο Περ Λασέζ όπου είχαν οχυρωθεί, σε ένα σημείο που σήμερα είναι γνωστό ως Τοίχος των Κομμουνάρων. Οι απώλειες των κυβερνητικών το ίδιο διάστημα ήταν 1.000. Συγκριτικά, την περίοδο της τρομοκρατίας κατά την πρώτη Γαλλική Επανάσταση, που διήρκεσε ενάμισι χρόνο, οι νεκροί ήταν 19.000.
Ακόμα και μετά την πτώση του Παρισιού, τα αντίποινα συνεχίστηκαν και 4,500 με 7,000 Κομμουνάροι εξορίστηκαν στη Νέα Καληδονία, ενώ το Παρίσι παρέμεινε υπό στρατιωτικό νόμο για ακόμα πέντε χρόνια. Σε αρκετές άλλες πόλεις δημιουργήθηκαν κομμούνες προς συμπαράσταση στο Παρίσι οι οποίες κατεστάλησαν και αυτές, όπως στις πόλεις Σαιντ Ετιέν (Saint Etienne), Λε Κροζό (Le Creusot) και Μασσαλία.
Τα πιο γνωστά έργα που αναλύουν τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας είναι Η 18η Μπρυμαίρ (9η Νοεμβρίου 1799) του Λουδοβίκου Βοναπάρτη του Καρλ Μαρξ, γραμμένο λίγο καιρό μετά το τέλος της Κομμούνας, και το Κράτος και Επανάσταση του Λένιν. Πληθώρα άλλων έργων σοσιαλιστών αναλυτών ασχολούνται με το θέμα. Η επίδραση της Παρισινής Κομμούνας στα επόμενα επαναστατικά εγχειρήματα των αρχών του εικοστού αιώνα υπήρξε μεγάλη, τόσο ως συμβόλου ως και του πρώτου πειράματος εργατικής-σοσιαλιστικής διακυβέρνησης.
ΓΛΥΦΑΔΑ WEB 2011
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου