ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ >

29 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου ροκ λαϊκού βάρδου Βασίλη Τσιτσάνη

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013

«Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι κι αυτό το θεωρούσα χρέος. Εγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο. Και πού δε φτερούγισε η φαντασία μου όλα αυτά τα χρόνια…».

Βασίλης Τσιτσάνης
Σήμερα συμπληρώνονται 29 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου μας λαϊκού βάρδου Βασίλη Τσιτσάνη (πέθανε στις 18/1/84) ο οποίος διετέλεσε συμπολίτης μας επι δεκαετίες και μέχρι και τον θανατό του κατοικούσε στη Γλυφάδα
Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και της λαϊκής μουσικής. 

*Ουσιαστικά ο πρωτεργάτης μεταρυθμιστής που αναβάθμισε και προώθησε το ρεμπέτικο μετασχηματίζοντας τις δομές του ώστε να περάσει ευρύτερα στο λαό μαζικά ως λαϊκή μουσική. 

* Γιάννης Κουρδομένος

(Διαπίστωσες έστω και μια ενέργεια απο την πλευρά του Δήμου Γλυφάδας, του προέδρου πολιτισμού Κόκκορη, του τομέα πολιτισμού με διορισμένες και διορισμένους, του ωδείου Γλυφάδας, και όλων αυτών των αιρετών που αξιώνουν τα 2.000.000.00 εκ. ευρώ ετησίως στη πόλη μας;)
Το πολιτικό ήθος και η αξία είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν, και όταν αποδεδειγμένα δεν εχει υπάρξει απολύτως ΤΙΠΟΤΑ για ανθρώπους που έθεσαν τους θεμέλιους λίθους, τι μπορεί να πει κάποιος απο τους συμπολίτες μας αιρετούς;)
Στη διάρκεια του εμφυλίου και στα μετεμφυλιακά «πέτρινα χρόνια», ο Β.Τ για να μπορέσει να ξεφύγει απ’ την λογοκρισία της εποχής εκφράζεται αλληγορικά μέσα απ’ τα τραγούδια του μιλώντας για το νέο ηρωικό αγώνα στα βουνά, για τα δεινά και το χαμό αμέτρητων αγωνιστών. Τι άλλο από αλληγορία είναι το τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή» (1948).
Το τραγούδι και «Για μια κόρη ξελογιάστρα» (1947): «Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα/ σ” ένα γλέντι φοβερό/ για μια κόρη ξελογιάστρα,/ κι αν χαθεί πού θα τη βρω./ Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω/ σε βουνά και σε γκρεμό,/ κι όμως ζω να τυραννιέμαι/ στο δικό της τον καημό./ Μου την άρπαξε η μοίρα/ μια βραδιά στο χαλασμό/ θα τη βρω και θα την πάρω/ τό “χω βάλει για σκοπό».
Αλληγορία είναι και το «Το ρημαγμένο σπίτι» (1947): «Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι/ με τις πόρτες τις κλειστές/ τον καημό μου σιγοκλαίω/ και ματώνουν οι καρδιές./ Ούτε μάνα ούτε αδέρφια/ κι εγώ έρημο πουλί,/ βλέπω αράχνες στο κατώφλι/ και χορτάρια στην αυλή./ Τι να πω και τι ν” αφήσω/ απ” την τόση συμφορά;/Ο,τι αγάπησα στον κόσμο/ δε θα δω άλλη φορά».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει τις Φάμπρικες, ίσως τον μεγαλύτερο ύμνο της εργατικής τάξης στην Ελλάδα: Βλέπεις κοπέλες στα υφαντουργεία/ κι άλλες δουλεύουν στα εργαλεία/, στα καπνομάγαζα στα συνεργεία/ Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!
Αυτός ήταν και ο λόγος που εκτοπίζεται από τις εταιρίες δίσκων, γιατί αρνείται να γράψει τραγούδια κατά παραγγελία. Η κοινωνική αδικία και οι συνθήκες της ζωής εκφράστηκαν από τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη όπως το Πάλιωσε το σακάκι μου και με κορυφαίο το τραγούδι Της κοινωνίας η διαφορά που απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία.


Ζεϊμπέκικο του Βασίλη Τσιτσάνη γραμμένο το 1951. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να το περάσει από τη λογοκρισία και να το ηχογραφήσει το 1956. Υπήρχε και τρίτη στροφή, αλλά είχε ξεχάσει τα λόγια ο συνθέτης. Εδώ το τραγουδά ο ίδιος.

Ακόμα και σήμερα μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει το λογοκριμένο ως επίκαιρο κοινωνικο τραγούδι με προεκτάσεις σε επίπεδο πολιτικής, ακόμα και δημοκρατίας εαν θέλεις. Ουσιαστικά αυτό είναι το γνήσιο ελληνικό λαϊκό ρόκ που ουδεμία σχέση εχει  με χιλιάδες χιτάκια της πλάκας.
  • Blogger Comments
  • Facebook Comments

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Item Reviewed: 29 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου ροκ λαϊκού βάρδου Βασίλη Τσιτσάνη Rating: 5 Reviewed By: Glyfadaweb
f="https://unpkg.com/video.js/dist/video-js.css" rel="stylesheet">