Σε ηλικία 71 ετών πέθανε ο μεγάλος καλλιτέχνης Λου Ριντ. Τους προηγούμενους μήνες είχε υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης ήπατος.
Ήδη εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες του Διαδικτύου τιμούν την μνήμη του. Στο λογαριασμό του στο Twitter και στη σελίδα του στο Facebook αναρτήθηκε ένα μήνυμα που γράφει απλά "The Door"—υπονοώντας ότι ο δημοφιλής συνθέτης, κιθαρίστας και τραγουδιστής δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Ο ατζέντης του φέρεται ότι επιβεβαίωσε το θάνατό του σε μια δήλωση που επικαλέστηκε η βρετανική εφημερίδα Guardian.
Ο Ριντ, ερμηνευτής τραγουδιών όπως τα Walk on the wild side και Perfect day, είχε υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος νωρίτερα φέτος.
Ο Λιούις Άλεν "Λου" Ριντ (Lewis Allen "Lou" Reed) (2 Μαρτίου 1942 – 27 Οκτωβρίου 2013) ήταν Αμερικανός τραγουδιστής, συνθέτης της ροκ μουσικής και κιθαρίστας. Ως μέλος των Velvet Underground τη δεκαετία του 1960, ο Ριντ είχε ανοίξει νέους δρόμους στον χώρο της ροκ προς διάφορες κατευθύνσεις.
Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε στο Φρίπορτ του Λογκ Άιλαντ.
Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών (Syracuse University)
Μετά την αποφοίτησή του το 1964 έπιασε δουλειά ως συνθέτης στη δισκογραφική εταιρία Pickwick Records.
Ανάμεσα στα ανήσυχα όνειρα που έβλεπε ο Λου Ριντ το 1964, τη χρονιά που είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο με το μυαλό γεμάτο ποίηση και τις φλέβες γεμάτες περίεργες ουσίες, ήταν ότι γινόταν ξαφνικά διάσημος. Οχι ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα να αποκτήσει εξεζητημένους φαν που θα ντύνονταν με μαύρα και θα γέμιζαν το ξυρισμένο κεφάλι τους με ναζιστικούς σταυρούς όπως αυτός τότε, αλλά δεν μπορούσε να μη φαντάζεται ανθρώπους να χορεύουν και να χτυπιούνται κατά χιλιάδες από τη μουσική που μόνο εκείνος μπορούσε να συνθέσει.
Στα τραγούδια που φανταζόταν να γίνονται επιτυχίες επανέρχονταν ο αγαπημένος του μέντορας Ντέλμορ Σβαρτς, αποσπάσματα από την «Οδύσσεια» του Τζέιμς Τζόις -ήταν από τους λίγους που την είχε διαβάσει ολόκληρη!-, θόρυβοι από το Midtown Manhattan, στίχοι του Μπάροουζ και σκηνές από απερίγραπτα όργια.
Ο ηδονοβλεψίας της ροκ
Τι ήταν όμως αυτό που είδε ο Γουόρχολ στο αγαπημένο του αλλόκοτο τέκνο ώστε να τον πάρει υπό την προστασία του, σε εποχές όπου όλοι μαρτυρούσαν πως ο Ριντ ήταν απλώς σκιά του εαυτού του; Ισως να είχε διακρίνει το σπάνιο χάρισμα που έκανε τον «ηδονοβλεψία» -όπως αυτοχαρακτηριζόταν ο ίδιος- να αφουγκράζεται ό,τι έβλεπε μέσα στα άδυτα του θρυλικού «Factory» και να τα μετατρέπει σε αλλόκοτα δημιουργικά projects υψηλής αισθητικής. Σε μία από αυτές τις βραδιές στο «Factory» έπεσε η ιδέα να φτιαχτεί ένα άλμπουμ που θα έβαζε σε στίχους τις παράξενες εικόνες που επανέρχονταν στο σύμπαν του Λου Ριντ - ένα μουσικό ταξίδι σε περιπλανήσεις του νου, σε πειράματα με ουσίες, σεξουαλικές εξερευνήσεις ανάκατα με μινιμαλιστικές απόπειρες τύπου Ξενάκη, αλλά και με ξεκάθαρη ροκ ταυτότητα. Στο εγχείρημα θα συμμετείχαν εκτός από τον κολλητό του, επίσης μουσικό, Τζον Κέιλ, ο Στέρλινγκ Μόρισον και η Μορίν Τάκερ - αν και αρκετοί ήταν αυτοί που στην πορεία αποχώρησαν, όπως ο ντράμερ Ανγκους ΜακΛις.
Μόνο που το μουσικό σχήμα έπρεπε να έχει ένα όνομα και ύστερα από διάφορους πειραματισμούς κατέληξαν οριστικά στο Velvet Underground από ένα φτηνό περιοδικό τσέπης για σαδομαζοχιστές αναγνώστες. Οι male hustlers άλλωστε -άνδρες που εκπορνεύονταν στο «Factory»- ήταν οι υπόγειοι πρωταγωνιστές ενός δίσκου που θα αποτελούσε ωδή στη σκοτεινή όψη της ροκ, με μια ποιητική ειρωνεία και μια ποπ παιχνιδιάρικη διάθεση που κανένα επαναπαυμένο χαρούμενο παιδί των χίπις δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει. Με την εμβληματική μπανάνα στο εξώφυλλο και την αλλόκοτη φωνή ενός πρώην μοντέλου από τη Γερμανία -της Nico-, οι Velvet Underground θα κατέθεταν έναν από τους υπόγεια μεγαλοπρεπείς και σημαντικούς δίσκους όλων των εποχών, με τραγούδια όπως «I’m waiting for the man», «Run run run», το εμβληματικό «Heroin», το αιθέριο και απόκοσμο «Sunday morning», αλλά και το αγαπημένο του Αντι Γουόρχολ «All tomorrow’s parties».
Από την άγρια πλευρά της ζωής στο τάι τσι
Ωστόσο, την απρόσμενη επιτυχία θα ακολουθήσει η διάλυση του γκρουπ και ο Λου Ριντ, ύστερα από ένα διάλειμμα δύο χρόνων όπου θα εργαστεί στο γραφείο του πατέρα του, θα πάρει τον δρόμο για την Ευρώπη. Λονδίνο και Βερολίνο θα είναι πλέον τα καταφύγιά του, όπου μαζί με τον νέο του μέντορα Ντέιβιντ Μπόουι θα δώσουν το στίγμα της άγριας πλευράς των πραγμάτων - με το περίφημο «Walk on the wild side» και της glam rock ανταλλάσσοντας ενίοτε καυτά φιλιά στο στόμα. Στο δίδυμο θα προστεθεί και ο Ιγκι Ποπ, διαμορφώνοντας ένα από τα πιο θρυλικά τρίο στην ιστορία της ροκ. Τι είναι όμως αυτό που έκανε τον Λου Ριντ τόσο σημαντικό ώστε όλοι οι ροκ αστέρες έκτοτε να θέλουν να του μοιάσουν; Ο λόγος που τα αγοράκια που ονειρεύονταν μια θέση σε κάποιο από τα εξώφυλλα του «NME» από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού -Αμερική και Βρετανία- ανέφεραν τον Ριντ ως επίγειο είδωλό τους ήταν ακριβώς ότι δεν θέλησε ποτέ να διαμορφώσει μόδα όντας απόλυτα πρωτοπόρος, αποποιήθηκε τον τίτλο του ροκ σταρ και έκανε ό,τι μπορεί για να γίνει μισητός ως πρόσωπο και λατρεμένος ως «εννοιακή περσόνα» (όπως ονόμαζε και ο ίδιος τους ιδανικούς ήρωές του). Ανεκδιήγητα απροσάρμοστος, ο Λου Ριντ ήταν το πρόσωπο που όλοι φοβόντουσαν αλλά στο οποίο ήθελαν απόλυτα να μοιάσουν.
Ο περιβόητος μουσικός συντάκτης Νικ Κεντ γράφει ότι ο Λου Ριντ του είχε δώσει τη χειρότερη συνέντευξη της ζωής του, ενώ αρκετοί ήταν οι φίλοι του που τον εγκατέλειπαν λόγω σαδιστικής συμπεριφοράς (δεν είναι τυχαίο ότι το αλησμόνητο «Venus in furs» παραμένει μια ωδή στον Μαρκήσιο ντε Σαντ). Αντίστοιχα απροσάρμοστος ήταν και στα ερωτικά του: πρώην του τον κατηγορούν για «βαρβαρότητα», ενώ σε κάποια από τις συνεντεύξεις του ο ίδιος ομολογεί ότι έτυχε να παντρευτεί τη Βρετανίδα σχεδιάστρια Σίλβια Μοράλες «από βαρεμάρα». Οι στενοί του φίλοι ωστόσο εμμένουν στην πιο τρυφερή και άρα δημιουργική πτυχή του Λου Ριντ, με την επίσης σπουδαία Λόρι Αντερσον να παραμένει για παραπάνω από 20 χρόνια ο πιο στενός του άνθρωπος, η επί σειρά ετών κολλητή του και στο τέλος παντοτινή σύντροφός του. Η πτυχή αυτή του Ριντ αποκαλύπτει έναν ευαίσθητο μουσικό που ήξερε να μετατρέπει τις πειραματικές αναζητήσεις του σε καινοτόμα, ολοκληρωμένα πρότζεκτ παρά δίσκους -βλέπε την τελευταία «Lulu» και το «Raven»-, ανοίγοντας δρόμους σε συνεργασίες με τα μεγαλύτερα ονόματα της ροκ όπως Ornette Coleman, Jimmy Scott, Antony Hegarty, Blind Boys of Alabama κ.ά. Αντίστοιχα έντονες καλλιτεχνικές διαθέσεις έδειξε και ως μεσήλικας, έχοντας ωστόσο πια μεταμορφωθεί σε έναν ήρεμο πλέον άνθρωπο που ακολουθούσε υγιεινή διατροφή και λάτρευε τις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες και το τάι τσι, ενώ πρωταγωνιστούσε σε ταινίες του Βιμ Βέντερς και του Γουέιν Γουάνγκ και έστηνε συμπαραγωγές με τον σκηνοθέτη Ρόμπερτ Γουίλσον.
Ενας ροκ σταρ στην Ελλάδα
Δεν ήταν μόνο μία η φορά που ο αγαπημένος του ελληνικού κοινού Λου Ριντ είχε περάσει από τα μέρη μας, με την τελευταία του συναυλία στον Λυκαβηττό να είναι sold out, σε μια βραδιά που θα θυμούνται πολλοί την αυγή του νέου αιώνα (το καλοκαίρι του 2000). Ο Λιούις Αλεν Ραμπίνοβιτς ή Φέρμπανγκ, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Λου Ριντ, είχε καταγραφεί για πάντα στις ελληνικές συνειδήσεις ύστερα από εκείνη την αξέχαστη συναυλία μαζί με τον άλλοτε κολλητό του Ντέιβιντ Μπόουι και τον Ελβις Κοστέλο. Ηταν τότε που εμφανίστηκε με την κλασική μαύρη αμφίεση, τα μαύρα γυαλιά και τη λιτότητα που χαρακτήριζε τη σκηνική του παρουσία.
Την πρώτη φορά όμως που εμφανίστηκε στην Ελλάδα ήταν στο κατάμεστο «Παλλάς», με τους φαν του να ζητάνε επίμονα να παίξει τα αγαπημένα κομμάτια αλλά εκείνος να επιμένει σε τραγούδια της πιο «θεατρικής» του στροφής. Με τα χρόνια οι Ελληνες θαυμαστές του ζητούσαν επίμονα την επανεμφάνιση του Λου Ριντ, αλλά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια -όπως αυτά με το συκώτι που τελικά τον ανάγκασαν να υποστεί μεταμόσχευση αλλά χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα- τον είχαν κρατήσει μακριά από περιοδείες (με εξαίρεση κάποιες σποραδικές εμφανίσεις του για το πειραματικό του άλμπουμ «Lulu» μαζί με τους Metallica πριν από δύο χρόνια).
Ήδη εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες του Διαδικτύου τιμούν την μνήμη του. Στο λογαριασμό του στο Twitter και στη σελίδα του στο Facebook αναρτήθηκε ένα μήνυμα που γράφει απλά "The Door"—υπονοώντας ότι ο δημοφιλής συνθέτης, κιθαρίστας και τραγουδιστής δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Ο ατζέντης του φέρεται ότι επιβεβαίωσε το θάνατό του σε μια δήλωση που επικαλέστηκε η βρετανική εφημερίδα Guardian.
Ο Ριντ, ερμηνευτής τραγουδιών όπως τα Walk on the wild side και Perfect day, είχε υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος νωρίτερα φέτος.
Ο Λιούις Άλεν "Λου" Ριντ (Lewis Allen "Lou" Reed) (2 Μαρτίου 1942 – 27 Οκτωβρίου 2013) ήταν Αμερικανός τραγουδιστής, συνθέτης της ροκ μουσικής και κιθαρίστας. Ως μέλος των Velvet Underground τη δεκαετία του 1960, ο Ριντ είχε ανοίξει νέους δρόμους στον χώρο της ροκ προς διάφορες κατευθύνσεις.
Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε στο Φρίπορτ του Λογκ Άιλαντ.
Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών (Syracuse University)
Μετά την αποφοίτησή του το 1964 έπιασε δουλειά ως συνθέτης στη δισκογραφική εταιρία Pickwick Records.
Ανάμεσα στα ανήσυχα όνειρα που έβλεπε ο Λου Ριντ το 1964, τη χρονιά που είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο με το μυαλό γεμάτο ποίηση και τις φλέβες γεμάτες περίεργες ουσίες, ήταν ότι γινόταν ξαφνικά διάσημος. Οχι ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα να αποκτήσει εξεζητημένους φαν που θα ντύνονταν με μαύρα και θα γέμιζαν το ξυρισμένο κεφάλι τους με ναζιστικούς σταυρούς όπως αυτός τότε, αλλά δεν μπορούσε να μη φαντάζεται ανθρώπους να χορεύουν και να χτυπιούνται κατά χιλιάδες από τη μουσική που μόνο εκείνος μπορούσε να συνθέσει.
Στα τραγούδια που φανταζόταν να γίνονται επιτυχίες επανέρχονταν ο αγαπημένος του μέντορας Ντέλμορ Σβαρτς, αποσπάσματα από την «Οδύσσεια» του Τζέιμς Τζόις -ήταν από τους λίγους που την είχε διαβάσει ολόκληρη!-, θόρυβοι από το Midtown Manhattan, στίχοι του Μπάροουζ και σκηνές από απερίγραπτα όργια.
Ο ηδονοβλεψίας της ροκ
Τι ήταν όμως αυτό που είδε ο Γουόρχολ στο αγαπημένο του αλλόκοτο τέκνο ώστε να τον πάρει υπό την προστασία του, σε εποχές όπου όλοι μαρτυρούσαν πως ο Ριντ ήταν απλώς σκιά του εαυτού του; Ισως να είχε διακρίνει το σπάνιο χάρισμα που έκανε τον «ηδονοβλεψία» -όπως αυτοχαρακτηριζόταν ο ίδιος- να αφουγκράζεται ό,τι έβλεπε μέσα στα άδυτα του θρυλικού «Factory» και να τα μετατρέπει σε αλλόκοτα δημιουργικά projects υψηλής αισθητικής. Σε μία από αυτές τις βραδιές στο «Factory» έπεσε η ιδέα να φτιαχτεί ένα άλμπουμ που θα έβαζε σε στίχους τις παράξενες εικόνες που επανέρχονταν στο σύμπαν του Λου Ριντ - ένα μουσικό ταξίδι σε περιπλανήσεις του νου, σε πειράματα με ουσίες, σεξουαλικές εξερευνήσεις ανάκατα με μινιμαλιστικές απόπειρες τύπου Ξενάκη, αλλά και με ξεκάθαρη ροκ ταυτότητα. Στο εγχείρημα θα συμμετείχαν εκτός από τον κολλητό του, επίσης μουσικό, Τζον Κέιλ, ο Στέρλινγκ Μόρισον και η Μορίν Τάκερ - αν και αρκετοί ήταν αυτοί που στην πορεία αποχώρησαν, όπως ο ντράμερ Ανγκους ΜακΛις.
Μόνο που το μουσικό σχήμα έπρεπε να έχει ένα όνομα και ύστερα από διάφορους πειραματισμούς κατέληξαν οριστικά στο Velvet Underground από ένα φτηνό περιοδικό τσέπης για σαδομαζοχιστές αναγνώστες. Οι male hustlers άλλωστε -άνδρες που εκπορνεύονταν στο «Factory»- ήταν οι υπόγειοι πρωταγωνιστές ενός δίσκου που θα αποτελούσε ωδή στη σκοτεινή όψη της ροκ, με μια ποιητική ειρωνεία και μια ποπ παιχνιδιάρικη διάθεση που κανένα επαναπαυμένο χαρούμενο παιδί των χίπις δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει. Με την εμβληματική μπανάνα στο εξώφυλλο και την αλλόκοτη φωνή ενός πρώην μοντέλου από τη Γερμανία -της Nico-, οι Velvet Underground θα κατέθεταν έναν από τους υπόγεια μεγαλοπρεπείς και σημαντικούς δίσκους όλων των εποχών, με τραγούδια όπως «I’m waiting for the man», «Run run run», το εμβληματικό «Heroin», το αιθέριο και απόκοσμο «Sunday morning», αλλά και το αγαπημένο του Αντι Γουόρχολ «All tomorrow’s parties».
Από την άγρια πλευρά της ζωής στο τάι τσι
Ωστόσο, την απρόσμενη επιτυχία θα ακολουθήσει η διάλυση του γκρουπ και ο Λου Ριντ, ύστερα από ένα διάλειμμα δύο χρόνων όπου θα εργαστεί στο γραφείο του πατέρα του, θα πάρει τον δρόμο για την Ευρώπη. Λονδίνο και Βερολίνο θα είναι πλέον τα καταφύγιά του, όπου μαζί με τον νέο του μέντορα Ντέιβιντ Μπόουι θα δώσουν το στίγμα της άγριας πλευράς των πραγμάτων - με το περίφημο «Walk on the wild side» και της glam rock ανταλλάσσοντας ενίοτε καυτά φιλιά στο στόμα. Στο δίδυμο θα προστεθεί και ο Ιγκι Ποπ, διαμορφώνοντας ένα από τα πιο θρυλικά τρίο στην ιστορία της ροκ. Τι είναι όμως αυτό που έκανε τον Λου Ριντ τόσο σημαντικό ώστε όλοι οι ροκ αστέρες έκτοτε να θέλουν να του μοιάσουν; Ο λόγος που τα αγοράκια που ονειρεύονταν μια θέση σε κάποιο από τα εξώφυλλα του «NME» από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού -Αμερική και Βρετανία- ανέφεραν τον Ριντ ως επίγειο είδωλό τους ήταν ακριβώς ότι δεν θέλησε ποτέ να διαμορφώσει μόδα όντας απόλυτα πρωτοπόρος, αποποιήθηκε τον τίτλο του ροκ σταρ και έκανε ό,τι μπορεί για να γίνει μισητός ως πρόσωπο και λατρεμένος ως «εννοιακή περσόνα» (όπως ονόμαζε και ο ίδιος τους ιδανικούς ήρωές του). Ανεκδιήγητα απροσάρμοστος, ο Λου Ριντ ήταν το πρόσωπο που όλοι φοβόντουσαν αλλά στο οποίο ήθελαν απόλυτα να μοιάσουν.
Ο περιβόητος μουσικός συντάκτης Νικ Κεντ γράφει ότι ο Λου Ριντ του είχε δώσει τη χειρότερη συνέντευξη της ζωής του, ενώ αρκετοί ήταν οι φίλοι του που τον εγκατέλειπαν λόγω σαδιστικής συμπεριφοράς (δεν είναι τυχαίο ότι το αλησμόνητο «Venus in furs» παραμένει μια ωδή στον Μαρκήσιο ντε Σαντ). Αντίστοιχα απροσάρμοστος ήταν και στα ερωτικά του: πρώην του τον κατηγορούν για «βαρβαρότητα», ενώ σε κάποια από τις συνεντεύξεις του ο ίδιος ομολογεί ότι έτυχε να παντρευτεί τη Βρετανίδα σχεδιάστρια Σίλβια Μοράλες «από βαρεμάρα». Οι στενοί του φίλοι ωστόσο εμμένουν στην πιο τρυφερή και άρα δημιουργική πτυχή του Λου Ριντ, με την επίσης σπουδαία Λόρι Αντερσον να παραμένει για παραπάνω από 20 χρόνια ο πιο στενός του άνθρωπος, η επί σειρά ετών κολλητή του και στο τέλος παντοτινή σύντροφός του. Η πτυχή αυτή του Ριντ αποκαλύπτει έναν ευαίσθητο μουσικό που ήξερε να μετατρέπει τις πειραματικές αναζητήσεις του σε καινοτόμα, ολοκληρωμένα πρότζεκτ παρά δίσκους -βλέπε την τελευταία «Lulu» και το «Raven»-, ανοίγοντας δρόμους σε συνεργασίες με τα μεγαλύτερα ονόματα της ροκ όπως Ornette Coleman, Jimmy Scott, Antony Hegarty, Blind Boys of Alabama κ.ά. Αντίστοιχα έντονες καλλιτεχνικές διαθέσεις έδειξε και ως μεσήλικας, έχοντας ωστόσο πια μεταμορφωθεί σε έναν ήρεμο πλέον άνθρωπο που ακολουθούσε υγιεινή διατροφή και λάτρευε τις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες και το τάι τσι, ενώ πρωταγωνιστούσε σε ταινίες του Βιμ Βέντερς και του Γουέιν Γουάνγκ και έστηνε συμπαραγωγές με τον σκηνοθέτη Ρόμπερτ Γουίλσον.
Ενας ροκ σταρ στην Ελλάδα
Δεν ήταν μόνο μία η φορά που ο αγαπημένος του ελληνικού κοινού Λου Ριντ είχε περάσει από τα μέρη μας, με την τελευταία του συναυλία στον Λυκαβηττό να είναι sold out, σε μια βραδιά που θα θυμούνται πολλοί την αυγή του νέου αιώνα (το καλοκαίρι του 2000). Ο Λιούις Αλεν Ραμπίνοβιτς ή Φέρμπανγκ, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Λου Ριντ, είχε καταγραφεί για πάντα στις ελληνικές συνειδήσεις ύστερα από εκείνη την αξέχαστη συναυλία μαζί με τον άλλοτε κολλητό του Ντέιβιντ Μπόουι και τον Ελβις Κοστέλο. Ηταν τότε που εμφανίστηκε με την κλασική μαύρη αμφίεση, τα μαύρα γυαλιά και τη λιτότητα που χαρακτήριζε τη σκηνική του παρουσία.
Την πρώτη φορά όμως που εμφανίστηκε στην Ελλάδα ήταν στο κατάμεστο «Παλλάς», με τους φαν του να ζητάνε επίμονα να παίξει τα αγαπημένα κομμάτια αλλά εκείνος να επιμένει σε τραγούδια της πιο «θεατρικής» του στροφής. Με τα χρόνια οι Ελληνες θαυμαστές του ζητούσαν επίμονα την επανεμφάνιση του Λου Ριντ, αλλά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια -όπως αυτά με το συκώτι που τελικά τον ανάγκασαν να υποστεί μεταμόσχευση αλλά χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα- τον είχαν κρατήσει μακριά από περιοδείες (με εξαίρεση κάποιες σποραδικές εμφανίσεις του για το πειραματικό του άλμπουμ «Lulu» μαζί με τους Metallica πριν από δύο χρόνια).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου