Διογένης ο Κυνικός, ο πρώτος αναρχικός της αρχαιότητας
Υπάρχουν κάποιες μορφές μέσα στην πορεία των αιώνων, οι οποίες άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ιστορία του παγκόσμιου πολιτισμού. Άνθρωποι οι οποίοι μας κληροδότησαν μεγάλες αξίες, τις οποίες, δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να τις εκμεταλλευτούμε στο έπακρο. Όμως η άσβεστη μνήμη τους πάντα θα στέκεται αρωγός στην προσπάθειά μας να γίνουμε “αληθινοί” άνθρωποι. Διότι, όσο θα υπάρχει αυτή η αιώνια συντροφιά τους, τόσο θα διατηρείται ζωντανή και η ελπίδα της πνευματικής μας “ανάστασης”.
Ο Κυνικός Διογένης υπήρξε πράγματι ένα “δαιμόνιο” πνεύμα, ένας άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης, που με τη στάση της ζωής του μας έδειξε τον δρόμο προς την αληθινή ευδαιμονία. Το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να πράξουμε είναι να τον ευχαριστήσουμε μέσα από τα βάθη της καρδιά μας.
Διογένης, λοιπόν, ο Σινωπεύς ή πιο απλά Διογένης ο Κύων, ο διασημότερος και μεγαλύτερος Κυνικός Φιλόσοφος. Γεννήθηκε περίπου το 400 π.κ.ε. αλλά κάποιοι θρύλοι αναφέρουν πως ήρθε στο φως τη μέρα που πέθανε ο Σωκράτης το 399 π.κ.ε. Όσο για τον θάνατό του και αυτός διαποτισμένος με αρκετούς θρύλους, λένε πως συνέβει το 323 π.κ.ε., την ίδια ημέρα που πέθανε ο Αλέξανδρος στην Βαβυλώνα.
Κατά τα μέσα του 4ου π.κ.ε. αιώνα ήλθε στην Αθήνα εξόριστος από τη γενέτειρά του Σινώπη του Πόντου, επειδή με τον τραπεζίτη πατέρα του Ικεσία είχαν παραχαράξει το νόμισμα της πόλης.
«Διογένης, γιος του Ικεσία, τραπεζίτης στο επάγγελμα, από τη Σινώπη. Ο Διογένης όταν εξορίστηκε από την πατρίδα του για κάποια παραχάραξη νομισμάτων, ήλθε στην Αθήνα, σχετίστηκε με τον κυνικό Αντισθένη, αισθάνθηκε έλξη για τον τρόπο ζωής του και ακολούθησε την κυνική φιλοσοφία αδιαφορώντας για την μεγάλη του περιουσία» (Σούδα, “Διογένης” n. 1143).
Είτε λόγω της παραχάραξης είτε λόγω πολιτικών διώξεων, βρέθηκε στην Αθήνα και σχετίστηκε με τον Αντισθένη, εντυπωσιασμένος από την φιλοσοφία του, την οποία ασπάστηκε ώσπου τελικά ξεπέρασε σε φήμη τον δάσκαλό του. Σύμφωνα με αναφορές λίγο μεταγενέστερων συγγραφέων, είχε επιδείξει και συγγραφικό έργο, αλλά δυστυχώς δεν διασώθηκε τίποτα. Οι ιστορίες με τον Διογένη θα λέγαμε πως είναι αληθινές και απεικονίζουν την συνέπεια του χαρακτήρα του.
Ζούσε σε ένα πιθάρι και σκληραγωγούσε τον εαυτό του ακόμα και στις εναλλαγές του καιρού. Το μόνο που διέθετε ήταν ένα ξύλινο κύπελλο, το οποίο και αυτό το πέταξε, όταν είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τις χούφτες του.
«Όταν κάποτε ο Διογένης είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια, πέταξε από το δισάκι του το κύπελλο λέγοντας: «Ένα παιδί με έχει νικήσει στην απλότητα» (Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VII 37.)
Ο Διογένης ο επικαλούμενος «Κυνικός», ή Διογένης ο Σινωπεύς ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Φέρεται να γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.κ.ε., (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.κ.ε.), και πέθανε το 323 π.κ.ε. στην Κόρινθο, σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, την ημέρα που ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε στη Βαβυλώνα.
Η δύναμη της προσωπικότητάς του έγκειται στην εκκεντρικότητά του, το τραχύ χιούμορ και στην τολμηρή αντίσταση σε καθετί καθιερωμένο. Όταν συνελήφθη από πειρατές στην Αίγινα και εκτέθηκε για πώληση, ο πωλητής του απαγόρευσε να κάθεται κάτω και ο Διογένης απάντησε:«Δεν υπάρχει διαφορά, διότι σε οποιαδήποτε θέση και αν κείτονται τα ψάρια θα βρουν αγοραστές».
Ωστόσο μια από τις πιο φημισμένες ρήσεις του ήταν, όταν στην ερώτηση του πωλητή για το τι ήξερε να κάνει απάντησε:
«Να εξουσιάζω ανθρώπους».
«Εκεί που έπλεε τον έπιασαν πειρατές και τον έδωσαν για πούλημα. Όταν κλήθηκε να τον πουλήσουν και τον ρώτησαν τι ήξερε να κάνει απάντησε πως ήξερε «να εξουσιάζει ανθρώπους». Και βλέποντας κάποιον Κορίνθιο, έναν άσωτο πλούσιο, είπε στον διαλαλητή: «Πούλησε με σ’ αυτόν, αυτός χρειάζεται αφεντικό». Εκείνος τον αγοράζει και τον πηγαίνει στην Κόρινθο και του αναθέτει την ανατροφή των παιδιών του. Έλεγε μάλιστα ότι ένα αγαθό πνεύμα είχε μπει στο σπίτι του». Σούδα, “Διογένης” (n. 1143 – 1144).
Ο Ξενιάδης, εντυπωσιασμένος από το πνεύμα του Διογένη, τον αγόρασε παίρνοντάς τον μαζί του στην Κόρινθο. Εκεί του εμπιστεύτηκε το νοικοκυριό του και του ανέθεσε την ανατροφή των δύο γιων του. Ο Διογένης είπε στον Ξενιάδη, «Πρέπει να με υπακούεις, παρόλο που είμαι σκλάβος· διότι εάν ο γιατρός ή ο καπετάνιος πλοίου βρίσκονταν υπό δουλεία, θα υπακούονταν».
Οι φίλοι του Διογένη θέλησαν να τον ελευθερώσουν (από δούλο του Ξενιάδη) και εκείνος τους απεκάλεσε ανόητους, γιατί, όπως είπε, «τα λιοντάρια δεν είναι δούλοι αυτών που τα τρέφουν, αλλά αυτοί που τρέφουν τα λιοντάρια είναι δούλοι των λιονταριών, αφού ο φόβος χαρακτηρίζει τους δούλους, ενώ τα θηρία προκαλούν φόβο στους ανθρώπους».
Ο Αλέξανδρος είχε ένα εκπαιδευτή, τον Λεωνίδα, που ήταν μυημένος στην κυνική φιλοσοφία. Γνώστης της κυνικής φιλοσοφίας ο Αλέξανδρος γνώριζε για τον Διογένη, για τα διδάγματά του, το ύφος και το πνεύμα του. Όταν ο Αλέξανδρος ήταν στην Κόρινθο, ήθελε να τον γνωρίσει και έστειλε ένα υπασπιστή του να βρει τον Διογένη και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: «Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει».
Ο Διογένης απάντησε «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Πράγματι, ο Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη. Εκεί στην Κόρινθο έγινε η περιβόητη συνάντησή του με τον Αλέξανδρο, που ενώ όλοι έτρεχαν ξωπίσω του, ο Διογένης λιαζόταν αδιαφορώντας για το νεαρό επίδοξο κοσμοκράτορα. Όταν ο Αλέξανδρος τον πλησίασε, τον προέτρεψε να του ζητήσει ό,τι θέλει και ο Διογένης του έδωσε την παροιμιώδη απάντηση: «Μη μου κρύβεις τον ήλιο!»
Ο Αλέξανδρος ξαφνιάστηκε, διότι είχε συνηθίσει να περιτριγυρίζεται από κόλακες, και τον ρώτησε αν τον φοβάται. Ο Διογένης ρώτησε: «Είσαι καλό πράγμα ή κακό;» Ο Αλέξανδρος απάντησε: «Καλό». Ο Διογένης για άλλη μια φορά τον άφησε άναυδο: «Τότε ποιος άνθρωπος φοβάται το καλό;» «Τότε ο Αλέξανδρος είπε σε κάποιον από τους φίλους του: «Πόσο θα’ θελα να γινόμουν Διογένης αν δεν είχα γίνει ο Αλέξανδρος!» (GNOMOLOGIUM VATICANUM 743 n. 91.) Ο Αλέξανδρος και ο Διογένης είχαν μια μακρά συζήτηση με μεγάλη σημασία που σώθηκε από τον Δίονα τον Πλουσαραίο. Σε αυτή ο Διογένης εξηγεί στον Αλέξανδρο πότε ένας βασιλέας είναι ωφέλιμος. Ο Διογένης αποδίδει την ωφελιμότητα ενός βασιλιά στο Εάν είναι ωφέλιμος στο λαό. Για να δώσει ένταση σε αυτόν τον ισχυρισμό του λέει:
«Εάν κατακτήσεις όλη την Ευρώπη και δεν ωφελήσεις τον λαό, τότε δεν είσαι ωφέλιμος. Εάν κατακτήσεις όλη την Αφρική και την Ασία και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος. Ακόμα και εάν περάσεις τις στήλες του Ηρακλέους και διανύσεις όλο τον ωκεανό και κατακτήσεις αυτή την ήπειρο που είναι μεγαλύτερη της Ασίας και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος γιατί δεν ωφελείς το σύνολο».
Ο Διογένης συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανό, όταν τον ρωτούσαν «γιατί κρατάς φανό, ημέρα;» αυτός απαντούσε «ψάχνω άνθρωπο»
O Διογένης έψαχνε να βρεί ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους.
Το να υποτιμά τις θρησκευτικές και κοινωνικές παραδόσεις, καθώς και την πολιτική εξουσία, δεν σήμαινε πως ήταν ένας άνθρωπος με αρνητισμό.
Το έκανε για χάρη της προαγωγής της λογικής και της αρετής. Με θεατρικό τρόπο κρατούσε το φανάρι του τη μέρα λέγοντας ότι έψαχνε για ανθρώπους. Περπατούσε ξυπόλητος στο χιόνι και έσπρωχνε το πιθάρι του το καλοκαίρι πατώντας πάνω στην καυτή άμμο. Γι’ αυτές του τις ακρότητες κατηγορήθηκε και δυσφημίστηκε από την αναμφίβολη ανηθικότητα κάποιων συμπολιτών του. Όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι έζησε μια ζωή αυτοκυριαρχίας και εγκράτειας. Επέζησε με μια πολύ απλή δίαιτα και διακρίθηκε για την περιφρόνησή του στα πλούτη και την πολυτέλεια.
«Όταν κάποιος έμπασε τον Διογένη σε ένα πολυτελές σπίτι και εκεί του απαγόρεψε να βγάλει τα φλέματα, ο Διογένης, όταν τον έπιασε βήχας, έφτυσε στο πρόσωπο του οικοδεσπότη λέγοντας πως δεν έβρισκε χειρότερο μέρος για να φτύσει». (Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VI 32.)
Οι αναφορές στη φιλοσοφία του Διογένη είναι λιγότερο πενιχρές απ’ ότι οι αναφορές στην ίδια του την ύπαρξη. Έλεγε ότι εκείνοι που είναι συνηθισμένοι σε μια ζωή γεμάτες απολαύσεις αηδιάζουν όταν αντικρίζουν το αντίθετο, κι εκείνοι που έχουν συνηθίσει στην έλλειψη πολυτέλειας αντλούν ευχαρίστηση από την περιφρόνησή της. Είχε πει ότι οι κακοί άνθρωποι υποτάσσονται στη λαγνεία τους όπως οι δούλοι στα αφεντικά τους.
Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς».
Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων.
Ο Διογένης υπήρξε μια πραγματική ιστορική φιγούρα, αλλά η ζωή του έγινε θρύλος που εξελίχθηκε σ’ ένα μύθο, καθώς ανέκδοτα και σκάνδαλα προστέθηκαν στην πραγματική του ζωή. Για την αληθινή του ζωή δεν γνωρίζουμε και πολλά, όμως είναι ξεκάθαρο πως έγινε ένας φιλοσοφικός ήρωας. Τόσο εξαιρετική ήταν η αυστηρότητα και η απλότητα της ζωής του, ώστε αργότερα οι Στωικοί τον αποκάλεσαν τέλειο άνθρωπο και σοφό! Θεωρούσε τις ομιλίες του Πλάτωνα ως χάσιμο χρόνου.
«Όταν ο Πλάτωνας διατύπωσε τον ορισμό ότι ο «άνθρωπος είναι δίποδο ζώο χωρίς φτερά», και ο ορισμός αυτός είχε γίνει αποδεκτός, ο Διογένης μαδάει έναν πετεινό, τον βάζει μέσα στη σχολή [του Πλάτωνα] και λέει: «Αυτός είναι ο άνθρωπος του Πλάτωνα». Εξαιτίας αυτού προστέθηκε στον ορισμό το “με πλατιά νύχια”. (Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VI 40.)
Περιγελούσε ο Διογένης τους ρήτορες όταν μιλούσαν για δικαιοσύνη ενώ ζούσαν μέσα στην αδικία.
Έλεγε ότι όλοι συναγωνίζονται ως προς τα υλικά αγαθά αλλά κανείς δεν αγωνιζόταν να γίνει καλύτερος και αληθινός. Αναρωτιόταν γιατί οι μαθηματικοί παρατηρούσαν τον ήλιο και την σελήνη ενώ παρέβλεπαν τα ζητήματα μέσα τους και γύρω τους. Θύμωνε με αυτούς που θυσίαζαν στους θεούς για να έχουν καλή υγεία και από την άλλη έτρωγαν υπερβολικά. Επέπληττε τους ανθρώπους για τις προσευχές τους, λέγοντας ότι ζητούσαν μάλλον αυτά στα οποία οι άνθρωποι απέδιδαν αξία και όχι αυτά που ήταν πραγματικά ωφέλιμα για αυτούς. Παρόλη, όμως, την προκλητική του συμπεριφορά του οι Αθηναίοι τον αγαπούσαν. Όταν ένας νέος του έσπασε το πιθάρι, τον ξυλοκόπησαν και του προσέφεραν ένα καινούριο.
Περιγελούσε τους ρήτορες που στους λόγους των έκαναν πολύ θόρυβο περί δικαιοσύνης αλλά ουδέποτε την εφάρμοσαν στη ζωή τους. Έλεγε ότι οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε υλικά αποκτήματα, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται να γίνει καλύτερος και αληθινός.
Ήταν το πρώτο άτομο που σκέφτηκε και είπε, “Είμαι πολίτης ολόκληρου του κόσμου”, παρά πολίτης μιας συγκεκριμένης πόλης ή κράτους. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο εφεύρε την ιδέα του κοσμοπολιτισμού. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι δε λέει ότι είναι άπολις – χωρίς πόλη – απλώς δηλώνει υποταγή στον Κόσμο και στο Σύμπαν. Οι περιορισμοί της υπηκοότητας και οι αποκλεισμοί που αυτοί συνεπάγονταν ήταν παράλογοι, και με τον Κοσμοπολιτισμό ζητούσε να τους καταργήσει ανοίγοντας τα πολιτικά προνόμια σε όλους. Με λίγα λόγια ο κοσμοπολιτισμός αντιπροσωπεύει μια πρώτη εισήγηση ότι ο δεσμός του ανθρώπου προς την ανθρωπότητα είναι ισχυρότερος του δεσμού προς το κράτος.
Στα πλαίσια αυτά, οι Κυνικοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι πρωτεργάτες του αναρχισμού!
Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πιστός στις αρχές του και στον τρόπο που ζούσε.
«Όταν κάποιοι είπαν στον Διογένη ότι «Είσαι γέρος. Από εδώ και πέρα να χαλαρώσεις την προσπάθειά σου», εκείνος είπε: «Μα πώς; Αν έτρεχα σε αγώνες, θα έπρεπε, φθάνοντας κοντά στο τέρμα, να χαλαρώσω την προσπάθεια ή, αντίθετα, να βάλω τα δυνατά μου;» (Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VI 34.)
Οι Κορίνθιοι έστησαν στη μνήμη του μια κολώνα πάνω στην οποία τοποθέτησαν έναν σκύλο από μάρμαρο της Πάρου. Στη συνέχεια οι συμπατριώτες του από την Σινώπη τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, κοντά στη γιγάντια κολώνα με τον σκύλο πάνω στα οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή:
«Ο χρόνος κάνει ακόμα και τον χαλκό να παλιώνει, αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο εύκολο μονοπάτι της ζωής».Όταν κάποιος του είπε, «οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν, «πολύ πιθανόν οι γάιδαροι να γελούν μ’ αυτούς, αλλά όπως δεν τους νοιάζει για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς».
Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν», δηλαδή«Δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο».
Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν. Ανάμεσα στους «πελάτες» της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής.
Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε «ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν», δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω.
Η Λαΐς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαΐς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαΐς.
Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (δηλαδή, στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες, μια ρήση που αντιπροσωπεύει απόλυτα την αλήθεια και έχει παραμείνει μέχρι σήμερα.).
Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα στο πλήθος, που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα, και σαν τον ρώτησαν, γιατί πάει αντίθετα, απάντησε: «Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου