Νίκος Ανδρεόπουλος
Επί δεκαετίες ψήφιζα λευκό δίνοντας σε αυτό ένα απλό, για μένα, περιεχόμενο: ενώ δεν υπάρχει μια αξιόπιστη δύναμη αλλαγής, υπάρχει ανάγκη να δημιουργηθεί μια τέτοια- άρα το λευκό ήταν η δήλωση ότι ενώ υπήρχε μια βασική συγκεκριμένη αντίληψη, το πολιτικό υποκείμενο της εφαρμογής της παρέμενε κρίσιμο ζητούμενο. Και αναγνώριζα / επιδίωκα την πιθανότητα, εφόσον το λευκό έφθανε τα όρια μιας κρίσιμης μάζας, ενδεχομένως να αποτελούσε τοΠΛΑΙΣΙΟ μέσα στο οποίο θα παράγονταν οι διαδικασίες εκείνες, που θα δημιουργούσαν την ελλείπουσα αξιόπιστη δύναμη αλλαγής που προαναφέρθηκε.
Και για να μπορούμε να συνεννοηθούμε στη συνέχεια:
Η έλλειψη αξιοπιστίας δεν χρειαζόταν θεωρητική τεκμηρίωση, αλλά βασιζόταν την κρατούσα και αποδεκτή καθημερινή πρακτική π.χ. ένας εκπρόσωπος δυνάμεων της αλλαγής μπορούσε να κατέχει ταυτόχρονα 5 έμμισθες θέσεις (!) που του παρήγαγαν πολλαπλάσια παράνομα έσοδα, ένας άλλος μπορούσε να είναι όργανο παράνομων κυκλωμάτων χωρίς αυτό να επηρεάζει το πολιτικό του προφίλ, ένα τρίτο δημόσιο πρόσωπο να αξιοποιεί τη δημόσια περιουσία για προσωπικό όφελος. Δεν είναι όμως τα μεμονωμένα παραδείγματα που ενισχύουν τα περί αναξιοπιστίας, αλλά το γεγονός ότι τα παραδείγματά μας συνέβαιναν σε μια κοινωνία μόλις 50.000 πολιτών από τους οποίους οι μισοί αποδέχονταν πλήρως την κατάσταση και οι άλλοι μισοί δε γνώριζαν πράγματι τίποτα, με τις δομές κοινωνικής ενεργοποίησης και τις διαδικασίες πολιτικής εκπροσώπησης να επιτρέπουν την απρόσκοπτη αναπαραγωγή τους.
Η περί ής ο λόγος αλλαγή έχει πάντα σοσιαλιστικό χαρακτήρα που συμπυκνώνεται στο αρχαίο «καθένας σύμφωνα με τις δυνατότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» με την ταυτόχρονη παραδοχή ότι ο καπιταλισμός δεν θα είχε ποτέ λόγο να αποδεχτεί μια παρόμοια αλλαγή χωρίς αντίσταση.
Δεκαετίες λευκού, λοιπόν, οι οποίες όμως δεν ήταν κενές περιεχομένου.
Από τη μια, ασύλληπτοι μετασχηματισμοί στις θεμελιακές έννοιες: παγκοσμιοποίηση, χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης, κατάρρευση των μπλοκ, αποκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα των κρατών από Σοβιετική Ένωση μέχρι Κίνα και τους δορυφόρους τους, για να αναφερθούμε στα προφανέστερα.
Από την άλλη, μια προφανής αδυναμία επαφής με την πραγματικότητα όλων όσων μιλούσαν εν ονόματι της αρχαίας αρχής που προαναφέρθηκε. (Ο χαρακτηρισμός του αρχαίου δεν φανερώνει μια σκωπτική διάθεση, καθώς η αρχή διατυπώνεται τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα). Όλα τα σύγχρονα σχετικά πολιτικά υποκείμενα φανερώνουν είτε μια ασύλληπτη αδυναμία ενασχόλησης, κατανόησης και δημιουργίας εν τέλει, μιας σύγχρονης θεωρίας και πράξης ανατροπής είτε από μια εξ ίσου ασύλληπτη τάση, ικανότητα και ταχύτητα ενσωμάτωσης. Έτσι, φθάσαμε στον 21ο αιώνα για να βλέπουμε να αντλούνται επιχειρήματα και διατυπώσεις του 19ου (με συνέπεια την τέλεια αναποτελεσματικότητα) ή τους μαζικότερους και αυθεντικότερους εκφραστές να μετατρέπονται στους ισχυρότερους αντιπάλους, αναλαμβάνοντας κυρίαρχους ή συμπληρωματικούς ρόλους (κυβέρνηση, συνδικαλιστική γραφειοκρατία κ.ά.).
Μέσα σε αυτή τη διαδικασία «προς τον εορτασμό», όπου όλα γίνονταν «για τρείς πουτάνες» και επειδή η ζωή, τραβώντας την ανηφόρα, παρουσιάζει τα προβλήματα χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψη τα επίπεδα συνείδησης, το μόνο που έμενε σε προσωπικό επίπεδο, ήταν μια ακτιβιστική προσέγγιση που περιελάμβανε δράσεις αμυντικού χαρακτήρα και δράσεις σποράς. Συμφωνίες σε minimum στόχους, ασυνείδητες ή μη ομολογούμενες συγκλίσεις, ευάλωτες συγκυριακές συνεργασίες που είχαν την ευχέρεια να συστεγάζουν οράματα και ευτελείς ιδιοτελείς επιδιώξεις. Και πάει λέγοντας με μικρές επιτυχίες ή μεγάλες αποτυχίες αλλά διατηρώντας πάντα ζωντανό το πνεύμα της αρχαίας αρχής, ακόμη και σε αυτούς που ή δεν την είχαν ποτέ ακουστά ή την απέρριπταν όταν την αντιμετώπιζαν σαν θεωρητικό ενδεχόμενο.
ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΗΡΘΕ Ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο οποίος με την ιδρυτική του πράξη της συνένωσης ποικίλων πολιτικών αντιλήψεων και δυνάμεων αλλά και την ικανότητά του για προσελκύσει ευρύτερες μάζες (αξιοποιώντας με πολύ αποτελεσματικό τρόπο τη συγκυρία) φάνηκε να είναι σε θέση να δημιουργήσει εκείνο το απόλυτα αναγκαίο ακροατήριο που η φτωχή μου (κυριολεκτικά και όχι με ψεύτικη ταπεινότητα) αντίληψη του λευκού προσδοκούσε και επιδίωκε. Ένα κατ’ αρχή «ακροατήριο» το οποίο, στον βαθμό που θα αποκτούσε πραγματική εσωτερική (οργανωτική) ζωή και θα διατηρούσε σαν λυδία λίθο τη σχέση του με τα προβλήματα, θα μπορούσε να μετατραπεί σε πραγματικό υποκείμενο μετασχηματισμού.
Θα ήταν αφέλεια να περιμένει κανείς μια ομοιογένεια, μια ξεκάθαρη και σταθερή επεξεργασμένη αντίληψη και μια συντεταγμένη πορεία από ένα σχηματισμό που συγκροτήθηκε υπό τους όρους δημιουργίας του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά αυτές οι ελλείψεις από μόνες τους δεν είναι απορριπτικοί λόγοι του εγχειρήματος, στο μέτρο που υπήρχαν / επιτρέπονταν εκείνες οι εσωτερικές διαδικασίες και επιδιώκονταν εκείνες οι σχέσεις με την κοινωνία, που θα ήταν σε θέση να παράγουν τη ελλείπουσα αλλά ποθούμενη αξιοπιστία, τον προσδιορισμό ενός κοινωνικού / ταξικού υπόβαθρου και την ξεκάθαρη στρατηγική, που τόσο είχε ανάγκη πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η ελληνική κοινωνία κατ’ επέκταση.
Στο σημείο αυτό δεν θα μπω στα ζητούμενα σε επίπεδο γενικής θεωρίας, ανάλυσης της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής στρατηγικής. Ούτε εξ άλλου μπορώ να παραβλέψω ότι όσα έχουν αναφερθεί έχουν γενικότερη ισχύ, ξεπερνούν τα ελληνικά πλαίσια και αντανακλούν τα επίπεδα ανάπτυξης του καπιταλισμού και της πάλης ενάντιά του σε διεθνή κλίμακα. Τα ζητήματα αυτά είναι πιο ανοικτά από ποτέ αν πολύ πρόχειρα απαριθμήσω τον «παγκόσμιο περιφερειακό πόλεμο» ή την υπερθέρμανση του πλανήτη. Και απαιτούν τουλάχιστον πλαίσια αναζήτησης και διαλόγου τα οποία θα βασίζουν την εγκυρότητά τους στη σχέση με τα κοινωνικά προβλήματα και όχι με αυτά της επιβίωσης / ανάπτυξης των πολιτικών σχηματισμών (το στοιχείο αυτό θα διευκρινιστεί περισσότερο στη συνέχεια).
Άρα το πραγματικό «προαπαιτούμενο» είναι οι κοινωνικές διαδικασίες κατά κύριο λόγο, αλλά και οι εσωτερικές, που θα παρείχαν τη δυνατότητα σύνδεσης, διαλόγου και ουσιαστικής εκπροσώπησης σε αντίθεση με τη λογική της «ανάθεσης», που επίσημα είχε εξορκιστεί προεκλογικά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ όμως τα πράγματα σκουραίνουν: «άτυπες» διαδικασίες οδηγούν στην «άτυπη» αποδοχή της Συμφωνίας της 20ής Φλεβάρη συνολικά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην τελευταία διαδήλωση στο Σύνταγμα, πριν την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, ένα τουλάχιστον μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου και ένα μέλος της Πολιτικής Γραμματείας δεν είχαν καμία ιδέα γι'αυτό
το «ΟΧΙ» μετατρέπεται σε «ΝΑΙ» η απόφαση για Συνέδριο καταπατιέται χωρίς καμία εσωτερική διαδικασία ο Τσίπρας δηλώνει ότι είχε πάρει απόφαση για εκλογές από τις 12 Ιουλίου στην πρόσφατη Συνδιάσκεψη κατατίθεται η αναγκαιότητα θεσμικής διάστασης των αποφάσεων, καθώς το όργανο δεν διαθέτει παρόμοια, λες και η δεδομένη έγκριση από την εκκαθαρισμένη Κεντρική Επιτροπή καθησυχάζει τις δημοκρατικές ευαισθησίες.
Πιστεύω να είναι φανερό ότι δεν υπάρχει καμία πρόθεση εμπλοκής στην αξιολόγηση του τρόπου και των αποτελεσμάτων της διαπραγμάτευσης, των μονοδρόμων, των εκβιασμών, της επικείμενης καταστροφής, της συμφωνίας με τις προεκλογικές δεσμεύσεις και τις Προγραμματικές Δηλώσεις, της ύπαρξης ή όχι εναλλακτικής. Όλα αυτά, θα αποτελούσαν έγκυρες συζητήσεις των οποίων το οποιοδήποτε αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι απόλυτα σεβαστό, εάν διεξάγονταν σε θεσμικά και δεσμευτικά πλαίσια. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε ούτε κατά διάνοια από την ηγετική ομάδα και δεν επιχειρήθηκε αποτελεσματικά από οποιαδήποτε εσωτερικά αντιπολιτευόμενη ομάδα.
Εδώ λοιπόν έχουμε το φαινόμενο των πολλαπλών αναθέσεων:
από την κοινωνία στους ψηφοφόρους
από τους ψηφοφόρους στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ
από τα μέλη στις τάσεις του
από τις τάσεις στην ομάδα του προέδρου του κόμματος
(και για αστείο) από τον Πρωθυπουργό στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό για κανένα.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
Ενδεχομένως, όσα περιγράφηκαν παραπάνω να έχουν πλέον ενδιαφέρον μόνο για την προεκλογική τακτική των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο μας στις παρούσες εκλογές και για τους ιστορικούς του μέλλοντος.
Αλλά η ένταση των σχετικών γεγονότων είναι τόσο μεγάλη, που δεν μπορούν να εύκολα να ενταχθούν σε κάποια κανονικότητα και άρα να αφομοιωθούν ανεμπόδιστα.
Παράδειγμα 1ο: χρειάστηκα 20 ολόκληρα λεπτά από τη στιγμή που βγήκα από το συρμό για να φθάσω στην έξοδο στο Σύνταγμα στη συγκέντρωση της Παρασκευής που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος με ένα πλήθος να φωνάζει δύο όλα κι όλα συνθήματα: «ΟΧΙ» και «Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» ένα μάλλον αναρχικό, οπωσδήποτε όμως περιθωριακό, μέχρι πρότινος, σύνθημα.
Παράδειγμα 2ο: Η Λαϊκή Ενότητα κατεβαίνει στις εκλογές ουσιαστικά με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αφού αυτή είναι ο πιστός εκφραστής του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Αν πράγματι το θεωρούν εφαρμόσιμο, τι τύχη πρέπει να επιφυλάσσουν (και να το δηλώσουν) στον Τσίπρα και τους περί αυτόν στο πλαίσιο της Εξεταστικής για τα Μνημόνια, κατ’ αναλογία με τον Παπανδρέου και το Σαμαρά;
Άρα τα ζητήματα που έχουν τεθεί οδηγούν υποχρεωτικά σε ένα ευρύτερο ερώτημα: κατά πόσο η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι τελικά ένα αποδεκτός τρόπος, πλαίσιο, διαδικασία, πείτε το όπως θέλετε, που χωράει την πορεία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Ανέκαθεν η Αριστερά, ακόμη και τα τμήματά της που δεν περιλαμβάνουν μια ειρηνική μετάβαση στο θεωρητικό τους οπλοστάσιο για την επίτευξη των στόχων τους, αναγνωρίζουν την συμμετοχή στο αστικό κοινοβούλιο σαν μέσο προώθησης της πάλης είτε για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων επικοινωνίας που παρέχονται, είτε για ανάπτυξη δράσεων προστασίας των λαϊκών συμφερόντων με αμυντικό ή επιθετικό χαρακτήρα με δεδομένο το τίμημα της νομιμοποίησης των κορυφαίων διαδικασιών πολιτικής νομιμοποίησης των αντιλαϊκών πολιτικών.
Μήπως όμως τα πράγματα δεν μένουν μόνο εκεί:
Τι σημαίνει, και πώς καταγράφηκε στην κοινωνία, ότι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ απέκρουσαν τη παραίνεση του ίδιου τους του Πρωθυπουργού για παραίτηση από τη χρήση του βουλευτικού αυτοκινήτου;
Πόσο κρίσιμες είναι διαδικασίες, που ενώ δεν υπόκεινται σε κανένα θεσμικό έλεγχο έχουν βαρύνουσα σημασία στην κοινοβουλευτική λειτουργία, π.χ. ο ρόλος του Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου αν κρίνουμε από ανάθεση των σχετικών καθηκόντων σε άτομα όπως ο Γ. Ματζουράνης επί Κοσκωτά, ο Αρ. Μπαλτάκος επί Σαμαρά ή ο Σ. Σαγιάς με τα διάφορα σχετικά δημοσιεύματα;
Πόσο ανεκτή μπορεί να γίνει η συνταγματική δυνατότητα της έκδοσης ΠΝΠ όταν το μόνο που εξασφαλίζουν είναι η κατάργηση στην πράξη των κοινοβουλευτικών διαδικασιών;
Και για να προχωρήσουμε σε ουσιαστικότερα πεδία:
Πώς επηρεάζεται ένα κόμμα που συμμετέχει σε αυτές τις διαδικασίες, που χρησιμοποιούνται παράλληλα έντεχνα για την απαξίωση κάθε πολιτικής δράσης – «όλοι ίδιοι είναι»;
τι δυνατότητες πραγματικής αντίδρασης έχει ένα κόμμα όταν, αυτοδεσμευόμενο, νομιμοποιεί διαδικασίες που αναιρούν την ουσία της κοινοβουλευτικής διαδικασίας – «κυβερνήσεις Παπαδήμου»;
Τι οικονομικές ανάγκες γεννά σε ένα κόμμα η κοινοβουλευτική του λειτουργία;
Και ακόμη βαθύτερα:
Μπορεί ένα κοινοβουλευτικό κόμμα να επιχειρήσει να οργανώσει αυτόνομα και αποτελεσματικά τους ανέργους;
Πόσο ευάλωτο σε οικονομικά συμφέροντα μπορεί να γίνει ένα κόμμα, που από την όποια στάση του, εξαρτάται η υλοποίηση των κατά περίπτωση επιχειρηματικών επιδιώξεων;
Και μη ξεχνάμε: όταν το μοντέλο μπλοκάρει για τα καλά, τότε είναι οι ίδιοι που το καταργούν με τον πιο βίαιο τρόπο.
Η παραδοσιακή στάση της Αριστεράς απέναντι στο σύστημα του κοινοβουλευτισμού έχει ιστορική εξήγηση: την εποχή που η Αριστερά θεμελίωνε τη βασική της στάση (τέλη του 19ου – αρχές του 20ού) ο κοινοβουλευτισμός για μια σειρά κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης αποτελούσε πρόσφατη κατάκτηση στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων συνδεδεμένη με την συνταγματική διακυβέρνηση. Θα αποτελούσε παράδοξο η πρώιμη αποστασιοποίησή της από αυτόν την εποχή της μεγάλης του ακόμη αίγλης σε μια φάση, που οι ιδέες της αποτελούσαν ακόμη υποθέσεις προς απόδειξη. Ύστερα όμως από σχεδόν 150 χρόνια έμπρακτης εφαρμογής του μοντέλου με απογοητευτικά αποτελέσματα και με καθοριστικές αλλαγές στις τεχνικές αλλά και τα περιεχόμενα της κοινωνικής επικοινωνίας φαίνεται να πλησιάζει η ώρα ενός άλλου θάρρους:
Κόμματα και δομές συμμετοχής που θα αναπτυχθούν παράλληλα όχι μόνο αγνοώντας αλλά απορρίπτοντας τον αστικό κοινοβουλευτισμό με μοναδικό στόχο την δημιουργία άμεσων κοινωνικών δράσεων και συμμετοχικών διαδικασιών.
Δρόμος μακρύς και νέος αλλά που αξίζει να διερευνηθεί και να δοκιμαστεί αφού αξιολογηθούν οι περιορισμένες διαθέσιμες ιστορικές εμπειρίες.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναγνωριστεί η αθέλητη ιστορική συνεισφορά του όλου ΣΥΡΙΖΑ στη διάλυση των κοινοβουλευτικών αυταπατών. Αλλά και των υπόλοιπων δυνάμεων της Αριστεράς: για παράδειγμα ποια εγγυητική διαδικασία μπορεί να επικαλεστεί η Λαϊκή Ενότητα για την προστασία από παρόμοια φαινόμενα που θα μπορούσαν να παραχθούν στους κόλπους της;
Έτσι, και μόνο η προσπάθεια να φανταστεί κανείς τα γεγονότα των δύο τελευταίων μηνών να διαδραματίζονται σε άλλα από τα κοινοβουλευτικά πλαίσια αποτελεί μια σπουδαία άσκηση πολιτικής θεωρίας με θέμα:
«Όταν δεν τους ταιριάζει ο κοινοβουλευτισμός, τον καταργούν.
Αν δεν ταιριάζει σε μας, τι;»
Η πρόταση λοιπόν δεν είναι άλλη από το αξιοποιηθεί η συγκυρία σαν ένα πρώτο δοκιμαστικό βήμα προς μια νέα αντίληψη πολιτικής πάλης και κοινωνικής εκπροσώπησης. Η αποχή σαν ενεργητική στάση και όχι απότοκο απογοήτευσης και διαψεύσεων. Η αποχή από διαβλητές και ατελέσφορες διαδικασίες σαν αισιόδοξη προσπάθεια αναζήτησης μορφών αδιαμεσολάβητης συμμετοχής. Η αποχή σαν πεδίο συνάντησης και όχι στάση ιδιώτευσης. Η αποχή ενάντια στην απόχη που έχουν για άλλη μια φορά ξεδιπλώσει.
Θα έπρεπε εδώ να κλείσω αλλά δεν μπορώ αγνοήσω τις ανησυχίες που ενδεχομένως έχουν εγερθεί: μα αυτά τα λέει η αντικοινοβουλευτική φασιστική δεξιά! Θα μπορούσε να ήταν αλήθεια επικίνδυνο αλλά σίγουρα αυτοί δεν λένε και δεν θα πουν ποτέ «καθένας σύμφωνα με τις δυνατότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Γι αυτό και δεν φοβάμαι οποιαδήποτε προσπάθεια σκόπιμης ταύτισης. Και δεν πρέπει να τους χαρίζεται ό,τι πιο ανατρεπτικό και δημιουργικό μπορεί να ανθίσει εν ονόματι ενός ψευδεπίγραφου αντισυστημικού χαρακτήρα.
Επί δεκαετίες ψήφιζα λευκό δίνοντας σε αυτό ένα απλό, για μένα, περιεχόμενο: ενώ δεν υπάρχει μια αξιόπιστη δύναμη αλλαγής, υπάρχει ανάγκη να δημιουργηθεί μια τέτοια- άρα το λευκό ήταν η δήλωση ότι ενώ υπήρχε μια βασική συγκεκριμένη αντίληψη, το πολιτικό υποκείμενο της εφαρμογής της παρέμενε κρίσιμο ζητούμενο. Και αναγνώριζα / επιδίωκα την πιθανότητα, εφόσον το λευκό έφθανε τα όρια μιας κρίσιμης μάζας, ενδεχομένως να αποτελούσε τοΠΛΑΙΣΙΟ μέσα στο οποίο θα παράγονταν οι διαδικασίες εκείνες, που θα δημιουργούσαν την ελλείπουσα αξιόπιστη δύναμη αλλαγής που προαναφέρθηκε.
Και για να μπορούμε να συνεννοηθούμε στη συνέχεια:
Η έλλειψη αξιοπιστίας δεν χρειαζόταν θεωρητική τεκμηρίωση, αλλά βασιζόταν την κρατούσα και αποδεκτή καθημερινή πρακτική π.χ. ένας εκπρόσωπος δυνάμεων της αλλαγής μπορούσε να κατέχει ταυτόχρονα 5 έμμισθες θέσεις (!) που του παρήγαγαν πολλαπλάσια παράνομα έσοδα, ένας άλλος μπορούσε να είναι όργανο παράνομων κυκλωμάτων χωρίς αυτό να επηρεάζει το πολιτικό του προφίλ, ένα τρίτο δημόσιο πρόσωπο να αξιοποιεί τη δημόσια περιουσία για προσωπικό όφελος. Δεν είναι όμως τα μεμονωμένα παραδείγματα που ενισχύουν τα περί αναξιοπιστίας, αλλά το γεγονός ότι τα παραδείγματά μας συνέβαιναν σε μια κοινωνία μόλις 50.000 πολιτών από τους οποίους οι μισοί αποδέχονταν πλήρως την κατάσταση και οι άλλοι μισοί δε γνώριζαν πράγματι τίποτα, με τις δομές κοινωνικής ενεργοποίησης και τις διαδικασίες πολιτικής εκπροσώπησης να επιτρέπουν την απρόσκοπτη αναπαραγωγή τους.
Η περί ής ο λόγος αλλαγή έχει πάντα σοσιαλιστικό χαρακτήρα που συμπυκνώνεται στο αρχαίο «καθένας σύμφωνα με τις δυνατότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» με την ταυτόχρονη παραδοχή ότι ο καπιταλισμός δεν θα είχε ποτέ λόγο να αποδεχτεί μια παρόμοια αλλαγή χωρίς αντίσταση.
Δεκαετίες λευκού, λοιπόν, οι οποίες όμως δεν ήταν κενές περιεχομένου.
Από τη μια, ασύλληπτοι μετασχηματισμοί στις θεμελιακές έννοιες: παγκοσμιοποίηση, χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης, κατάρρευση των μπλοκ, αποκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα των κρατών από Σοβιετική Ένωση μέχρι Κίνα και τους δορυφόρους τους, για να αναφερθούμε στα προφανέστερα.
Από την άλλη, μια προφανής αδυναμία επαφής με την πραγματικότητα όλων όσων μιλούσαν εν ονόματι της αρχαίας αρχής που προαναφέρθηκε. (Ο χαρακτηρισμός του αρχαίου δεν φανερώνει μια σκωπτική διάθεση, καθώς η αρχή διατυπώνεται τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα). Όλα τα σύγχρονα σχετικά πολιτικά υποκείμενα φανερώνουν είτε μια ασύλληπτη αδυναμία ενασχόλησης, κατανόησης και δημιουργίας εν τέλει, μιας σύγχρονης θεωρίας και πράξης ανατροπής είτε από μια εξ ίσου ασύλληπτη τάση, ικανότητα και ταχύτητα ενσωμάτωσης. Έτσι, φθάσαμε στον 21ο αιώνα για να βλέπουμε να αντλούνται επιχειρήματα και διατυπώσεις του 19ου (με συνέπεια την τέλεια αναποτελεσματικότητα) ή τους μαζικότερους και αυθεντικότερους εκφραστές να μετατρέπονται στους ισχυρότερους αντιπάλους, αναλαμβάνοντας κυρίαρχους ή συμπληρωματικούς ρόλους (κυβέρνηση, συνδικαλιστική γραφειοκρατία κ.ά.).
Μέσα σε αυτή τη διαδικασία «προς τον εορτασμό», όπου όλα γίνονταν «για τρείς πουτάνες» και επειδή η ζωή, τραβώντας την ανηφόρα, παρουσιάζει τα προβλήματα χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψη τα επίπεδα συνείδησης, το μόνο που έμενε σε προσωπικό επίπεδο, ήταν μια ακτιβιστική προσέγγιση που περιελάμβανε δράσεις αμυντικού χαρακτήρα και δράσεις σποράς. Συμφωνίες σε minimum στόχους, ασυνείδητες ή μη ομολογούμενες συγκλίσεις, ευάλωτες συγκυριακές συνεργασίες που είχαν την ευχέρεια να συστεγάζουν οράματα και ευτελείς ιδιοτελείς επιδιώξεις. Και πάει λέγοντας με μικρές επιτυχίες ή μεγάλες αποτυχίες αλλά διατηρώντας πάντα ζωντανό το πνεύμα της αρχαίας αρχής, ακόμη και σε αυτούς που ή δεν την είχαν ποτέ ακουστά ή την απέρριπταν όταν την αντιμετώπιζαν σαν θεωρητικό ενδεχόμενο.
ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΗΡΘΕ Ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο οποίος με την ιδρυτική του πράξη της συνένωσης ποικίλων πολιτικών αντιλήψεων και δυνάμεων αλλά και την ικανότητά του για προσελκύσει ευρύτερες μάζες (αξιοποιώντας με πολύ αποτελεσματικό τρόπο τη συγκυρία) φάνηκε να είναι σε θέση να δημιουργήσει εκείνο το απόλυτα αναγκαίο ακροατήριο που η φτωχή μου (κυριολεκτικά και όχι με ψεύτικη ταπεινότητα) αντίληψη του λευκού προσδοκούσε και επιδίωκε. Ένα κατ’ αρχή «ακροατήριο» το οποίο, στον βαθμό που θα αποκτούσε πραγματική εσωτερική (οργανωτική) ζωή και θα διατηρούσε σαν λυδία λίθο τη σχέση του με τα προβλήματα, θα μπορούσε να μετατραπεί σε πραγματικό υποκείμενο μετασχηματισμού.
Θα ήταν αφέλεια να περιμένει κανείς μια ομοιογένεια, μια ξεκάθαρη και σταθερή επεξεργασμένη αντίληψη και μια συντεταγμένη πορεία από ένα σχηματισμό που συγκροτήθηκε υπό τους όρους δημιουργίας του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά αυτές οι ελλείψεις από μόνες τους δεν είναι απορριπτικοί λόγοι του εγχειρήματος, στο μέτρο που υπήρχαν / επιτρέπονταν εκείνες οι εσωτερικές διαδικασίες και επιδιώκονταν εκείνες οι σχέσεις με την κοινωνία, που θα ήταν σε θέση να παράγουν τη ελλείπουσα αλλά ποθούμενη αξιοπιστία, τον προσδιορισμό ενός κοινωνικού / ταξικού υπόβαθρου και την ξεκάθαρη στρατηγική, που τόσο είχε ανάγκη πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η ελληνική κοινωνία κατ’ επέκταση.
Στο σημείο αυτό δεν θα μπω στα ζητούμενα σε επίπεδο γενικής θεωρίας, ανάλυσης της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής στρατηγικής. Ούτε εξ άλλου μπορώ να παραβλέψω ότι όσα έχουν αναφερθεί έχουν γενικότερη ισχύ, ξεπερνούν τα ελληνικά πλαίσια και αντανακλούν τα επίπεδα ανάπτυξης του καπιταλισμού και της πάλης ενάντιά του σε διεθνή κλίμακα. Τα ζητήματα αυτά είναι πιο ανοικτά από ποτέ αν πολύ πρόχειρα απαριθμήσω τον «παγκόσμιο περιφερειακό πόλεμο» ή την υπερθέρμανση του πλανήτη. Και απαιτούν τουλάχιστον πλαίσια αναζήτησης και διαλόγου τα οποία θα βασίζουν την εγκυρότητά τους στη σχέση με τα κοινωνικά προβλήματα και όχι με αυτά της επιβίωσης / ανάπτυξης των πολιτικών σχηματισμών (το στοιχείο αυτό θα διευκρινιστεί περισσότερο στη συνέχεια).
Άρα το πραγματικό «προαπαιτούμενο» είναι οι κοινωνικές διαδικασίες κατά κύριο λόγο, αλλά και οι εσωτερικές, που θα παρείχαν τη δυνατότητα σύνδεσης, διαλόγου και ουσιαστικής εκπροσώπησης σε αντίθεση με τη λογική της «ανάθεσης», που επίσημα είχε εξορκιστεί προεκλογικά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ όμως τα πράγματα σκουραίνουν: «άτυπες» διαδικασίες οδηγούν στην «άτυπη» αποδοχή της Συμφωνίας της 20ής Φλεβάρη συνολικά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην τελευταία διαδήλωση στο Σύνταγμα, πριν την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, ένα τουλάχιστον μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου και ένα μέλος της Πολιτικής Γραμματείας δεν είχαν καμία ιδέα γι'αυτό
το «ΟΧΙ» μετατρέπεται σε «ΝΑΙ» η απόφαση για Συνέδριο καταπατιέται χωρίς καμία εσωτερική διαδικασία ο Τσίπρας δηλώνει ότι είχε πάρει απόφαση για εκλογές από τις 12 Ιουλίου στην πρόσφατη Συνδιάσκεψη κατατίθεται η αναγκαιότητα θεσμικής διάστασης των αποφάσεων, καθώς το όργανο δεν διαθέτει παρόμοια, λες και η δεδομένη έγκριση από την εκκαθαρισμένη Κεντρική Επιτροπή καθησυχάζει τις δημοκρατικές ευαισθησίες.
Πιστεύω να είναι φανερό ότι δεν υπάρχει καμία πρόθεση εμπλοκής στην αξιολόγηση του τρόπου και των αποτελεσμάτων της διαπραγμάτευσης, των μονοδρόμων, των εκβιασμών, της επικείμενης καταστροφής, της συμφωνίας με τις προεκλογικές δεσμεύσεις και τις Προγραμματικές Δηλώσεις, της ύπαρξης ή όχι εναλλακτικής. Όλα αυτά, θα αποτελούσαν έγκυρες συζητήσεις των οποίων το οποιοδήποτε αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι απόλυτα σεβαστό, εάν διεξάγονταν σε θεσμικά και δεσμευτικά πλαίσια. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε ούτε κατά διάνοια από την ηγετική ομάδα και δεν επιχειρήθηκε αποτελεσματικά από οποιαδήποτε εσωτερικά αντιπολιτευόμενη ομάδα.
Εδώ λοιπόν έχουμε το φαινόμενο των πολλαπλών αναθέσεων:
από την κοινωνία στους ψηφοφόρους
από τους ψηφοφόρους στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ
από τα μέλη στις τάσεις του
από τις τάσεις στην ομάδα του προέδρου του κόμματος
(και για αστείο) από τον Πρωθυπουργό στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό για κανένα.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
Ενδεχομένως, όσα περιγράφηκαν παραπάνω να έχουν πλέον ενδιαφέρον μόνο για την προεκλογική τακτική των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο μας στις παρούσες εκλογές και για τους ιστορικούς του μέλλοντος.
Αλλά η ένταση των σχετικών γεγονότων είναι τόσο μεγάλη, που δεν μπορούν να εύκολα να ενταχθούν σε κάποια κανονικότητα και άρα να αφομοιωθούν ανεμπόδιστα.
Παράδειγμα 1ο: χρειάστηκα 20 ολόκληρα λεπτά από τη στιγμή που βγήκα από το συρμό για να φθάσω στην έξοδο στο Σύνταγμα στη συγκέντρωση της Παρασκευής που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος με ένα πλήθος να φωνάζει δύο όλα κι όλα συνθήματα: «ΟΧΙ» και «Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» ένα μάλλον αναρχικό, οπωσδήποτε όμως περιθωριακό, μέχρι πρότινος, σύνθημα.
Παράδειγμα 2ο: Η Λαϊκή Ενότητα κατεβαίνει στις εκλογές ουσιαστικά με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αφού αυτή είναι ο πιστός εκφραστής του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Αν πράγματι το θεωρούν εφαρμόσιμο, τι τύχη πρέπει να επιφυλάσσουν (και να το δηλώσουν) στον Τσίπρα και τους περί αυτόν στο πλαίσιο της Εξεταστικής για τα Μνημόνια, κατ’ αναλογία με τον Παπανδρέου και το Σαμαρά;
Άρα τα ζητήματα που έχουν τεθεί οδηγούν υποχρεωτικά σε ένα ευρύτερο ερώτημα: κατά πόσο η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι τελικά ένα αποδεκτός τρόπος, πλαίσιο, διαδικασία, πείτε το όπως θέλετε, που χωράει την πορεία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Ανέκαθεν η Αριστερά, ακόμη και τα τμήματά της που δεν περιλαμβάνουν μια ειρηνική μετάβαση στο θεωρητικό τους οπλοστάσιο για την επίτευξη των στόχων τους, αναγνωρίζουν την συμμετοχή στο αστικό κοινοβούλιο σαν μέσο προώθησης της πάλης είτε για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων επικοινωνίας που παρέχονται, είτε για ανάπτυξη δράσεων προστασίας των λαϊκών συμφερόντων με αμυντικό ή επιθετικό χαρακτήρα με δεδομένο το τίμημα της νομιμοποίησης των κορυφαίων διαδικασιών πολιτικής νομιμοποίησης των αντιλαϊκών πολιτικών.
Μήπως όμως τα πράγματα δεν μένουν μόνο εκεί:
Τι σημαίνει, και πώς καταγράφηκε στην κοινωνία, ότι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ απέκρουσαν τη παραίνεση του ίδιου τους του Πρωθυπουργού για παραίτηση από τη χρήση του βουλευτικού αυτοκινήτου;
Πόσο κρίσιμες είναι διαδικασίες, που ενώ δεν υπόκεινται σε κανένα θεσμικό έλεγχο έχουν βαρύνουσα σημασία στην κοινοβουλευτική λειτουργία, π.χ. ο ρόλος του Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου αν κρίνουμε από ανάθεση των σχετικών καθηκόντων σε άτομα όπως ο Γ. Ματζουράνης επί Κοσκωτά, ο Αρ. Μπαλτάκος επί Σαμαρά ή ο Σ. Σαγιάς με τα διάφορα σχετικά δημοσιεύματα;
Πόσο ανεκτή μπορεί να γίνει η συνταγματική δυνατότητα της έκδοσης ΠΝΠ όταν το μόνο που εξασφαλίζουν είναι η κατάργηση στην πράξη των κοινοβουλευτικών διαδικασιών;
Και για να προχωρήσουμε σε ουσιαστικότερα πεδία:
Πώς επηρεάζεται ένα κόμμα που συμμετέχει σε αυτές τις διαδικασίες, που χρησιμοποιούνται παράλληλα έντεχνα για την απαξίωση κάθε πολιτικής δράσης – «όλοι ίδιοι είναι»;
τι δυνατότητες πραγματικής αντίδρασης έχει ένα κόμμα όταν, αυτοδεσμευόμενο, νομιμοποιεί διαδικασίες που αναιρούν την ουσία της κοινοβουλευτικής διαδικασίας – «κυβερνήσεις Παπαδήμου»;
Τι οικονομικές ανάγκες γεννά σε ένα κόμμα η κοινοβουλευτική του λειτουργία;
Και ακόμη βαθύτερα:
Μπορεί ένα κοινοβουλευτικό κόμμα να επιχειρήσει να οργανώσει αυτόνομα και αποτελεσματικά τους ανέργους;
Πόσο ευάλωτο σε οικονομικά συμφέροντα μπορεί να γίνει ένα κόμμα, που από την όποια στάση του, εξαρτάται η υλοποίηση των κατά περίπτωση επιχειρηματικών επιδιώξεων;
Και μη ξεχνάμε: όταν το μοντέλο μπλοκάρει για τα καλά, τότε είναι οι ίδιοι που το καταργούν με τον πιο βίαιο τρόπο.
Η παραδοσιακή στάση της Αριστεράς απέναντι στο σύστημα του κοινοβουλευτισμού έχει ιστορική εξήγηση: την εποχή που η Αριστερά θεμελίωνε τη βασική της στάση (τέλη του 19ου – αρχές του 20ού) ο κοινοβουλευτισμός για μια σειρά κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης αποτελούσε πρόσφατη κατάκτηση στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων συνδεδεμένη με την συνταγματική διακυβέρνηση. Θα αποτελούσε παράδοξο η πρώιμη αποστασιοποίησή της από αυτόν την εποχή της μεγάλης του ακόμη αίγλης σε μια φάση, που οι ιδέες της αποτελούσαν ακόμη υποθέσεις προς απόδειξη. Ύστερα όμως από σχεδόν 150 χρόνια έμπρακτης εφαρμογής του μοντέλου με απογοητευτικά αποτελέσματα και με καθοριστικές αλλαγές στις τεχνικές αλλά και τα περιεχόμενα της κοινωνικής επικοινωνίας φαίνεται να πλησιάζει η ώρα ενός άλλου θάρρους:
Κόμματα και δομές συμμετοχής που θα αναπτυχθούν παράλληλα όχι μόνο αγνοώντας αλλά απορρίπτοντας τον αστικό κοινοβουλευτισμό με μοναδικό στόχο την δημιουργία άμεσων κοινωνικών δράσεων και συμμετοχικών διαδικασιών.
Δρόμος μακρύς και νέος αλλά που αξίζει να διερευνηθεί και να δοκιμαστεί αφού αξιολογηθούν οι περιορισμένες διαθέσιμες ιστορικές εμπειρίες.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναγνωριστεί η αθέλητη ιστορική συνεισφορά του όλου ΣΥΡΙΖΑ στη διάλυση των κοινοβουλευτικών αυταπατών. Αλλά και των υπόλοιπων δυνάμεων της Αριστεράς: για παράδειγμα ποια εγγυητική διαδικασία μπορεί να επικαλεστεί η Λαϊκή Ενότητα για την προστασία από παρόμοια φαινόμενα που θα μπορούσαν να παραχθούν στους κόλπους της;
Έτσι, και μόνο η προσπάθεια να φανταστεί κανείς τα γεγονότα των δύο τελευταίων μηνών να διαδραματίζονται σε άλλα από τα κοινοβουλευτικά πλαίσια αποτελεί μια σπουδαία άσκηση πολιτικής θεωρίας με θέμα:
«Όταν δεν τους ταιριάζει ο κοινοβουλευτισμός, τον καταργούν.
Αν δεν ταιριάζει σε μας, τι;»
Η πρόταση λοιπόν δεν είναι άλλη από το αξιοποιηθεί η συγκυρία σαν ένα πρώτο δοκιμαστικό βήμα προς μια νέα αντίληψη πολιτικής πάλης και κοινωνικής εκπροσώπησης. Η αποχή σαν ενεργητική στάση και όχι απότοκο απογοήτευσης και διαψεύσεων. Η αποχή από διαβλητές και ατελέσφορες διαδικασίες σαν αισιόδοξη προσπάθεια αναζήτησης μορφών αδιαμεσολάβητης συμμετοχής. Η αποχή σαν πεδίο συνάντησης και όχι στάση ιδιώτευσης. Η αποχή ενάντια στην απόχη που έχουν για άλλη μια φορά ξεδιπλώσει.
Θα έπρεπε εδώ να κλείσω αλλά δεν μπορώ αγνοήσω τις ανησυχίες που ενδεχομένως έχουν εγερθεί: μα αυτά τα λέει η αντικοινοβουλευτική φασιστική δεξιά! Θα μπορούσε να ήταν αλήθεια επικίνδυνο αλλά σίγουρα αυτοί δεν λένε και δεν θα πουν ποτέ «καθένας σύμφωνα με τις δυνατότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Γι αυτό και δεν φοβάμαι οποιαδήποτε προσπάθεια σκόπιμης ταύτισης. Και δεν πρέπει να τους χαρίζεται ό,τι πιο ανατρεπτικό και δημιουργικό μπορεί να ανθίσει εν ονόματι ενός ψευδεπίγραφου αντισυστημικού χαρακτήρα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου