Στη σύγχρονη Μακρόνησο οι όροι βασανισμών έχουν αλλάξει έναντι του παρελθόντος, και στη θέση των βασανιστών βρίσκονται συνεργαζόμενοι οι δεξιοί με τους αριστερούς.
Πρόλογος του Γιάννη Κουρδομένου
Εχουν περάσει 68 χρόνια απο τα "εγκαίνια" του κέντρου βασανιστηρίων στη Μακρόνησο που θεμελίωσαν οι δεξιοί ώστε να υπάρξει η εξόντωση των αριστερών, με πρόσχημα την αναμόρφωση, ενώ για κάποιους από εμάς το κολαστήριο Μακρόνησος ποτέ δεν έκλεισε.
Η Μακρόνησος συνεχίζει να υφίσταται επί των ημερών μας, όπως και τα βασανιστήρια, υπό διαφορετικούς όρους.
Στα πλαίσια αυτής της κατ επίφαση "αναμόρφωσης" με πρόσχημα την "αναμόρφωση", επί δεκαετίες υπήρξαμε διωκόμενοι στην ίδια μας τη χώρα, σαφώς όχι γιατί βλάψαμε το κοινωνικό σύνολο, ούτε γιατί υπήρχε κάποιας μορφής ζημία της Πολιτείας. Όλες οι μεθοδευμένες ενέργειες καταχρηστικών διώξεων και κατασχέσεων αποσκοπούσαν στην φίμωση κάθε ιδεώδους αριστεράς, και δημοκρατίας, για τα οφέλη δεξιών, ολιγαρχών, παγιομένων αναχρονιστικών παραδόσεων, του κεφαλαίου, και για την περεταίρω διεύρυνση του καπιταλισμού.
Σήμερα με ένα κυβερνητικό σχήμα το οποίο βαυκαλίζεται για την αριστερά διαδρομή του, οι απεχθείς συνθήκες βασανιστηρϊων και φυσικής εξόντωσης συνεχιζονται, σαφώς υπό διαφορετικούς όρους.
Όσοι υποστηρίχθηκαν επί χρόνια ώστε να βρεθούν σε κυβερνητικό ρόλο γίνονται οι συνεχιστές των βασανιστών προκατόχων τους, χωρίς να υπάρχει ούτε μια ενέργεια αποκατάστασης όσων μεθόδευσαν οι προκάτοχοί τους.
Είναι φύσιν αδύνατο να γνωρίζει ο κάθε ένας από εσάς σε ποιες συνθήκες συνεχίζαμε επί δεκαετίες τον αγώνα κατά των ληστών τόσο του κοινωνικού συνόλου, της κοινωνικής συνοχής, και ειδικότερα της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, τα οποία δεν τα βιώνουμε επί οκτώ μήνες κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ενώ εκλήθη επανειλημμένα για την αποκατάσταση των διαμορφωμένων παθογενειών του καπιταλισμού αδυνατεί να παρέχει την αποκατάσταση που απαιτείται.
Έπεισαν με συστημική προπαγάνδα και ανακοινώσεις ότι θα δημιουργήσουν το ορθό νομικό πλαίσιο, όμως αυτό δεν είναι αρκετό.
Όταν η ΝΔ καθώς και το ΠΑΣΟΚ επί 26 χρόνια υπηρέτησε ολιγάρχες καταστρέφοντας απόλυτα όσα δημιουργούσαν οι αριστεροί, και με βασικό δεδομένο την αντισυνταγματική λειτουργία από τη πλευρά ολιγαρχών - κεφαλαίου- ένας νόμος αδειοδότησης δεν αποκαθιστά τις αδικίες.
Οι κυβέρνήσεις 1989- 2015 έθεσαν εκτός τους πρωτεργάτες ενός χώρου, και ενώ υπήρξαν εξ αρχής όλες οι σύννομες ενέργειες (αιτήσεις,παράβολα) οι εν λόγω κυβερνήσεις- ΕΘΝΙΚΩΝ ΠΡΟΔΟΤΩΝ - ακολούθησαν τις ίδιες τακτικές που είχαν ακολουθήσει στη Μακρόνησο.
Θα καταστεί σαφές από τους κυβερνώντες του παρόντος, η εν καιρώ θα χαρακτηριστούν και αυτοί προδότες;
ΓΛΥΦΑΔΑ FM 1977 - 2004 Διώξεις και Κατασχέσεις
Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένα άτομα δεδομένου ότι βρέθηκαν σε καθεστώς ανεργίας τα τρία τελευταία χρόνια απέκτησαν το δικαίωμα να επικαλούνται ότι τους αξίζει δικαιωματικά να γίνουν βουλευτές, δήμαρχοι, κ.τ.λ, όταν όμως τους ζητήθηκε από τη θέση εκλεγμένων να τοποθετηθούν για ζητήματα που σαφώς υπερκαλύπτουν την δική τους τρίχρονη ανεργία απήντησαν ότι δεν θα κάνουν ΤΙΠΟΤΑ ώστε να μην παρεξηγηθούν. Και ερωτώ δημόσια: Όταν πήγαιναν από καφετέρια σε καφετέρια λέγοντας στους υπολοίπους ότι έχουν μείνει άνεργοι τρία χρόνια, ώστε να λάβουν ψήφους, δεν σκέφτηκαν μήπως παρεξηγηθούν;
- Στις 12 Μαΐου του 1947, εν μέσω του ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου, εγκαινιάζεται το στρατόπεδο της Μακρονήσου, στο ομώνυμο ξερονήσι απέναντι από το Λαύριο. Το στρατόπεδο θα αποτελέσει στρατόπεδο συγκέντρωσης και τόπο εξορίας χιλιάδων για τους οποίους το καθεστώς έκρινε ότι έχρηζαν κοινωνικής, πολιτικής ή εθνικής αναμόρφωσης.
Ενώ το Μάρτιο του 1947 σημειώθηκε απόπειρα απόδρασης 7 κρατουμένων οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν από τους φρουρούς, το τραγικό αποκορύφωμα αποτέλεσε η σφαγή 300 και πλέον στρατιωτών και εκατοντάδων τραυματιών στο Α' Τάγμα (επίσημα ανακοινώθηκαν 17 νεκροί και 61 τραυματίες του διημέρου 29 Φεβρουαρίου/1 Μαρτίου 1948) που όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν, σχεδιάσθηκε προκειμένου να εξασθενήσει το φρόνημα των εγκλείστων.
Η σφαγή έλαβε χώρα δύο μήνες μετά την ανακήρυξη από τους αντάρτες της προσωρινής "κυβέρνησης του βουνού".
Ηθική ευθύνη για αυτή την πρακτικήαποδίδεται σε πολιτικούς της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Κι αυτό διότι αφενός ανέχθηκαν ή και εκθείαζαν με τις δηλώσεις τους το "αναμορφωτήριο", αφετέρου ουδείς εκ των προαναφερομένων έπραξε οτιδήποτε με πολιτική του παρέμβαση προκειμένου οι υπεύθυνοι του εγκλήματος να λογοδοτήσουν. Αντιθέτως, σε δίκη παραπέμφθηκαν τα θύματα.
Συγκεκριμένα, το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου 4.500 κρατούμενοιφαντάροι ξεκίνησαν συντεταγμένα για τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό.
Όταν οι αλφαμίτες υποχρέωσαν και τους ασθενείς στρατιώτες να ακολουθήσουν, ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες που χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για την ένοπλη επίθεση κατά των κρατουμένων.
Αργότερα διαπιστώθηκαν τα ονόματα 5 νεκρών και 10 βαριά τραυματισμένων.
Το πρωί της επόμενης μέρας, από περιπολικό του Βασιλικού Ναυτικού, ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης απευθύνθηκε με τηλεβόα προς τους κρατούμενους:«Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν” αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…».
Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά».
Ακολούθησε επίθεση κατά των κρατουμένων φαντάρων, με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς. Ο γιατρός του Α” τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 κρατουμένων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού.
Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, αναφέρθηκε σε 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ακατοίκητο νησί Σαν Τζιόρτζιο:
«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα.
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο.
Στο Γ” Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός».
Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός.
Σ” ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι».
Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να “κανα; Το πιστόλι σε παγώνει… Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας.
Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί.
Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»
Το στυγερό έγκλημα της Μακρονήσου βρήκε πλήρη κάλυψη από τον αστικό Τύπο:
«Οι κομμουνισταί προκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον», έγραψαν τα «Νέα». Σύμφωνα με τη «Βραδυνή», «…οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Η φρουρά της νήσου επεμβάσασα απεκατέστησε την τάξιν, εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των», ενώ η «Καθημερινή» αναφέρθηκε σε «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα (που) εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».
Χαρακτηριστική της βαρβαρότητας εκείνων των ημερών ήταν η φρίκη που προκάλεσε σε έναν από τα κεντρικά στελέχη της Διοίκησης του στρατοπέδου. Ο ταγματάρχης Καραμπέκιος, αξιωματικός του ΕΔΕΣ στα χρόνια της Κατοχής, αγανακτισμένος από το φρικιαστικό έγκλημα, ζήτησε την απομάκρυνσή του από τη Μακρόνησο.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Υπολογίζεται ότι στη Μακρόνησο (εκτός των 60.000 και πλέον αντιστασιακών κομμουνιστών της περιόδου) πέρασαν το 1950 από 1.000 ως 1.200 γυναίκες... Στις 30 Γενάρη του 1950, στην προσπάθειά της να υποχρεώσει τις γυναίκες «να δουλώσουν και να απογράψουν», η διοίκηση της Μακρονήσου προβαίνει σε ένα μέτρο που, αν μη τι άλλο, δείχνει το πόσο αδίστακτοι ήταν οι εκτελεστές των εντολών της άρχουσας τάξης: πρόκειται για την αρπαγή των παιδιών όσων μανάδων τα είχαν μαζί τους.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι πέρα από τη βάρβαρης προέλευσης αυτή πράξη που έγινε όχι επί Γενιτσάρων αλλά το 1950, το βιβλίο σημειώνει σχετικά: στη Μακρόνησο νικήθηκε κάτι χειρότερο κι απ' το θάνατο: ο φόβος της τρέλας.
Από τη Μακρόνησο βγήκαν αρκετοί τυφλοί, τρελοί, κουφοί, παράλυτοι...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου