ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ >

O Mπάιντεν έρχεται, ο Τραμπ φεύγει, η εξωτερική πολιτική αλλάζει;

Τα ρεπορτάζ από τον Λευκό Οίκο περιγράφουν τον απερχόμενο Πρόεδρο των ΗΠΑ σαν άνθρωπο που κινείται πλέον εκτός πραγματικότητας. Παρότι σχεδόν όλοι οι πολιτικοί ηγέτες του κόσμου έχουν αναγνωρίσει ως νικητή των εκλογών τον Μπάιντεν, ο Τραμπ επιμένει ότι τίποτα ακόμη δεν έχει κριθεί.

του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου

Ένα κενό εξουσίας έχει δημιουργηθεί στην Ουάσιγκτον, το οποίο συμβαίνει κάθε φορά στο μεταβατικό διάστημα από τις εκλογές, έως την ανάληψη των καθηκόντων από το νέο πρόεδρο, όταν μάλιστα είναι άλλο πρόσωπο και μάλιστα διαφορετικού κόμματος. Η περίοδος αυτή, που οι Αμερικανοί αποκαλούν lame duck και είναι ούτως ή άλλως προβληματική, υπό τις παρούσες συνθήκες μπορεί να γίνει επικίνδυνοι για τα σοβαρά εσωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ, όπως π.χ. η αντιμετώπιση της πανδημίας και για τα διεθνή από την δημιουργία μιας γεωπολιτικής κρίσης.

Ως προς το δεύτερο ζήτημα, ένα δεδομένο είναι, όπως προκύπτει από τις ανακοινώσεις του Λ.Οίκου, ότι  ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει τηλεφωνήσει σε κανέναν ηγέτη χώρας από την στιγμή που αυτός συνεχάρη τον Τζο Μπάιντεν. Κι  ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί πως ένα σοβαρότατο θέμα, όπως η περίπτωση να βομβαρδίσουν οι ΗΠΑ τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, φαίνεται να ετέθη από τον Πρόεδρο εκ του προχείρου, σε ένα αυτοσχέδιο συμβούλιο ειδικών για την ασφάλεια, όπως αναφέρουν ρεπορτάζ ορισμένων από τα σημαντικότερα ΜΜΕ των ΗΠΑ. Οπως συμπληρώνουν τα εν λόγω ρεπορτάζ, οι ειδικοί κατάφεραν να πείσουν τον Τραμπ να μη προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια τις τελευταίες βδομάδες της θητείας του.

Ετσι, κανείς δεν είναι βέβαιος πόσο ομαλά θα κυλήσει το διάστημα έως τις 20 Ιανουαρίου, που γίνεται η ορκομωσία του νέου Προέδρου. Υποθέτοντας, πάντως, πως η μετάβαση θα ολοκληρωθεί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και απλώς με κάποιο θέατρο και πως καμιά διεθνοπολιτική κρίση δεν θα ξεσπάσει πριν την ανάληψη της προεδρίας Μπάιντεν, έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί βάση όχι αισθημάτων, αλλά δεδομένων που υπάρχουν, τι μπορεί να αλλάξει, αλλά και τι είναι το πιθανότερο να μείνει στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Οι υποψήφιοι στο στρατόπεδο Μπάιντεν για εξωτερική πολιτική, ασφάλεια, άμυνα

Ενδεικτικές για την πολιτική που θα ακολουθήσει στον τομέα αυτό η διοίκηση Μπάιντεν είναι οι πιθανές επιλογές του για τις κρίσιμες θέσεις του υπουργού Εξωτερικών, του υπουργού Άμυνας και του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας.

Και μια γενική ένδειξη  που ήδη υπάρχει είναι ότι οι επιλογές του θα σηματοδοτούν την απομάκρυνση από την εποχή Τραμπ, που είχε ως χαρακτηριστικό της την προσπάθεια για απεγκλωβισμό των ΗΠΑ από παρατεταμένους και πολυδάπανους πολέμους στο εξωτερικό. Οσο κι αν αυτό φαίνεται οξύμωρο σε ορισμένους, η προεδρία Μπάιντεν το πιθανότερο θα σημάνει την επιστροφή σε έναν επιθετικό ένοπλο παρεμβατισμό, ο οποίος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτέλεσε τον κύριο άξονα της αμερικανικής πολιτικής από τον 11η Σεπτεμβρίου και μετά, συμπεριλαμβανομένης της εποχής του Μπαράκ Ομπάμα.

Ειδικά η δεύτερη θητεία Ομπάμα ας μην ξεχνά κανείς ότι χαρακτηρίστηκε από μια πιο επιθετική στάση, που αποτυπώθηκε π.χ. στο πώς αντιμετωπίστηκε η «Αραβική Άνοιξη» (ευκαιρία για αλλαγές καθεστώτος σε χώρες όπως η Λιβύη και η Συρία, με αποτελέσματα που βλέπουμε έως σήμερα), αλλά και στην κλιμάκωση αυτού που αποκαλείται πλέον «Νέος Ψυχρός Πόλεμος», με κρίσιμη καμπή την ουκρανική κρίση και τις κυρώσεις που ακολούθησαν την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Ένα όνομα που ακούγεται έντονα για το αμερικανικό ΥΠΕΞ είναι της Σούζαν Ράις. Η ίδια το  1997, επί κυβέρνησης Κλίντον, είχε γίνει η νεότερη βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ενώ επί προεδρίας Ομπάμα ανέλαβε σημαντικές θέσεις: Πρέσβης στον ΟΗΕ από το 2009-2013 και Εθνική Σύμβουλός Ασφαλείας από το 2013-2017. Κατά τη διάρκεια της θητείας της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Ράις υπήρξε εκπρόσωπος της «σκληρής» γραμμής απέναντι στον Συνταγματάρχη Καντάφι, σε αντίθεση με άλλα στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης που επέμειναν σε μια πιο ήπια κατεύθυνση, ενώ επιθετική στάση θα κρατήσει και στη συριακή κρίση. Απ’ την άλλη,  στη θητεία της ως Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, η Ράις προώθησε τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά συνέβαλε και στην όξυνση των αμερικανορωσικών σχέσεων μετά το 2014, την ουκρανική κρίση και την εκ νέου ένταξη της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Τέλος, ως προς τη Μέση Ανατολή, η Ράις είναι γνωστή για τη σταθερή της στήριξη στο Ισραήλ.

Για τη νευραλγική θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, έχει ακουστεί το όνομα του Τόνι Μπλίνκεν, που από το 2009 έως το 2013 υπήρξε ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Μπάιντεν, ως Αντιπροέδρου των ΗΠΑ. Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία λόγω Ουκρανίας και Κριμαίας, είχε κι αυτός παρόμοιες θέσεις με τη Ράις και αναμένεται να γίνει  ένθερμος υποστηρικτής νέων κυρώσεων και μάλιστα που να επικεντρώνουν στον στενό κύκλο γύρω από τον ίδιο τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.

Τέλος, για το υπουργείο Άμυνας υπάρχει το όνομα της Μισέλ Φλούρνοϊ, που είναι παλιά γνώριμη του Πενταγώνου και της αμυντικής βιομηχανίας. Υπήρξε βοηθός υπουργός Άμυνας με αντικείμενο τη στρατηγική, επίσης επί κυβερνήσεων Κλίντον. Θα παίξει μάλιστα ρόλο στην τετραετή αναθεώρηση της αμυντικής στρατηγικής των ΗΠΑ και τη διατύπωση του δόγματος πως μπορούν να διεξάγουν και να κερδίζουν δύο μεγάλες πολεμικές αναμετρήσεις ταυτόχρονα. Επίσης, στην πρώτη διακυβέρνηση Ομπάμα θα είναι υφυπουργός Άμυνας και θα παίξει ρόλο στο να πειστεί ο Αμερικανός πρόεδρος για την ανάγκη στρατιωτικής επέμβασης στη Λιβύη. Σε think tank για ανάλυση διεθνών σχέσεων που συμμετέχει φέρεται να έχει μιλήσει για τη γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας ως προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Τέλος,  η Φλούρνοϊ έχει συνεργαστεί με μεγάλες συμβουλευτικές εταιρείες που ασχολούνται με τις αμυντικές προμήθειες και αναμένεται να στηρίξει την αμυντική βιομηχανία, αν τελικά επιλεγεί για τη θέση του υπουργού άμυνας.

Η προιστορία Μπάιντεν με την εξωτερική πολιτική και οι παρακαταθήκες για το μέλλον

Μία από τις επιλογές του στην εξωτερική πολιτική, που για χρόνια προσπάθησε να δικαιολογήσει ο Μπάιντεν ήταν εκείνη που έκανε το 2003, όταν υπήρξε ένας από τους 77 γερουσιαστές που στήριξαν την απόφαση του Τζορτζ Μπους να κηρύξει τον πόλεμο στο Ιράκ, στη βάση των υποτιθέμενων ενδείξεων για «όπλα μαζικής καταστροφής» που τελικά δεν βρέθηκαν ποτέ. Ο Μπάιντεν τότε ήταν, μάλιστα, επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας κι αργότερα θα χαρακτηρίσει ως σφάλμα εκείνη την ψήφο, αλλά ορισμένοι από τους επικριτές του, εντός και εκτός του Δημοκρατικού Κόμματος, θυμίζουν εκείνη τη στάση του.

Από δω και πέρα, πάντως, ο Μπάιντεν θα έχει την ευκαιρία να διαμορφώσει τη δική του εξωτερική του πολιτική και όχι να επικυρώνει ή να ακολουθεί εκείνη άλλων. Και οι περισσότερες ενδείξεις είναι ότι μπορεί να αναζητήσει μια πιο συμβιβαστική στάση στο θέμα της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (από την οποία αποχώρησαν οι ΗΠΑ με απόφαση Τραμπ) και να ακολουθήσει μια λιγότερο σκληρή ρητορική στα θέματα του ανταγωνισμού με την Κίνα (π.χ. αν τελικά επιλέξει την  Ράις για ΥΠΕΞ αυτή φέρεται να υποστηρίζει μια πιο «ρεαλιστική προσέγγιση» από την τακτική των κυβερνήσεων Τραμπ), αν και Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί συμφωνούν στα βασικά για την ανάγκη ανάσχεσης του Πεκίνου. Ωστόσο, γενικά μιλώντας, οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η διοίκηση Μπάιντεν δεν θα ξεφύγει από το πλαίσιο αυξημένου αμερικανικού παρεμβατισμού που χαρακτήρισαν και τις πρόσφατες Δημοκρατικές προεδρίες στις ΗΠΑ.

Η σχέση με την Ευρώπη

Το πρώτο που μπορεί να περιμένει η Ευρώπη των 27, πέρα από τα ειδικά προβλήματα κάθε χώρας, από την νέα διοίκηση Μπάιντεν είναι μια  πιο φιλική προσέγγιση των δυο πλευρών. Ήδη ο Τζο Μπάιντεν επικοινώνησε με την Άνγκελα Μέρκελ και τον Εμανουέλ Μακρόν με διάθεση συναινετική. Η επίσκεψη του νέου Προέδρου σε Βρυξέλλες, Βερολίνο και Παρίσι, που θα αναμένεται τον πρώτο καιρό της ανάληψης της προεδρίας,  θα έχει μια συμβολική σημασία και θα δείξει τις νέες κατευθύνσεις. Και σε ό,τι αφορά ειδικά τα ζητήματα ασφάλεια, θεωρείται βέβαιο  πως ο Μπάιντεν θα θελήσει να αναστήσει το κατά Μακρόν «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ.

Απ΄την άλλη, το ζήτημα είναι και τι θέλει η ΕΕ από τον νέο Πρόεδρο, εφόσον πολλά συμφέροντα και αντιλήψεις των εταίρων παρουσιάζουν ουκ ολίγες αποκλείσεις και μια κοινή εξωτερική πολιτική –ως γνωστόν- δεν είναι νομικά δεσμευτική. Ετσι, εκείνο που μπορεί κανείς να διακρίνει είναι τι ζητά ο πυρήνας της ΕΕ, δηλαδή ο γαλλογερμανικός άξονας από τις ΗΠΑ για το εξής. Κι αυτό διατυπώνεται σε άρθρο που συνυπέγραψαν και δημοσίευσαν σε 3 μεγάλες εφημερίδες οι υπουργοί Εξωτερικών Γαλλίας/Γερμανίας Ζαν Ιβ Λεντριάν και Χάικο Μας.

Και στο εν λόγω άρθρο οι δύο υπουργοί αναφέρουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«H Ευρώπη και η Αμερική πρέπει να καταλήξουν μαζί σε μια νέα διατλαντική συμφωνία. Είναι επείγον να αναθεωρήσουμε την εταιρική μας σχέση υπό το πρίσμα των αναταραχών που διαμορφώνουν τον σύγχρονο κόσμο, βασιζόμενοι στους ισχυρούς και ιστορικούς δεσμούς που μας ενώνουν γύρω από τις κοινές αξίες και τα κοινά μας συμφέροντα»

“Η Γαλλία και η Γερμανία θέλουν να συνεργαστούν με τον εκλεγέντα πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και την εκλεγείσα αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, οι οποίοι μοιράζονται τις πεποιθήσεις μας όσον αφορά στην αξία των διεθνών εταιρικών σχέσεων και στη φιλία Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης. Έχουμε πολλά πράγματα να διορθώσουμε. Οι κανόνες και οι θεσμοί από τους οποίους εξαρτάται η ευημερία των κοινωνιών μας βάλλονται. Στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, περιμένουμε την οικονομική ανάκαμψη, ενώ έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας για να γεφυρώσουμε τα χάσματα στις χώρες μας. Οι προκλήσεις αυτές είναι κοινές. Εδώ και τέσσερα χρόνια, το διεθνές περιβάλλον απορυθμίζεται διαρκώς».

«Ελπίζουμε πως οι ΗΠΑ και η Ρωσία θα καταφέρουν να παρατείνουν τη συνθήκη New Start και πέρα από τον Φεβρουάριο του 2021. Επίσης, γνωρίζουμε πως η Κίνα θα παραμείνει, επί κυβερνήσεως Μπάιντεν το σημείο εστίασης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Για εμάς, αποτελεί ταυτόχρονα έναν εταίρο, έναν ανταγωνιστή και έναν συστημικό αντίπαλο. Είναι επομένως προς το συμφέρον μας να δημιουργήσουμε ένα κοινό μέτωπο ώστε να ανταποκριθούμε στην αύξηση της ισχύος της με πραγματισμό, διατηρώντας ανοιχτούς τους διαύλους συνεργασίας με το Πεκίνο, καθώς είναι αναγκαίοι για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19 και της κλιματικής αλλαγής… Ζητούμε επίσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες να επιστρέψουν σε μια κοινή προσέγγιση απέναντι στο Ιράν, ώστε να μπορέσουμε, μαζί, να εξασφαλίσουμε πως το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα συνδέεται με αποκλειστικά ειρηνικούς σκοπούς και να απαντήσουμε στις όποιες προκλήσεις αντιπροσωπεύει η χώρα για την ασφάλεια και την ευρύτερη περιοχή…Tέλος, Χαιρετίζουμε την ανακοίνωση του Joe Biden για την επικείμενη επιστροφή των Ηνωμένων Πολιτειών στη συμφωνία του Παρισιού και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας».

www.ert.gr

  • Blogger Comments
  • Facebook Comments

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Item Reviewed: O Mπάιντεν έρχεται, ο Τραμπ φεύγει, η εξωτερική πολιτική αλλάζει; Rating: 5 Reviewed By: Glyfadaweb
f="https://unpkg.com/video.js/dist/video-js.css" rel="stylesheet">