Εν εξάλλω τα τουρκικά ΜΜΕ και η ιθύνουσα πολιτική τάξη της γείτονος κατά της Ελλάδας για τις απαντήσεις του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών στις αιτιάσεις του Τούρκου ομολόγου του , αλλά το πραγματικό πρόβλημα της Τουρκίας δεν είναι τα όσα διημείφθησαν κατά τη διάρκεια των χθεσινών δηλώσεων Δένδια- Τσαβούσογλου στον Τύπο. Είναι η πολυεπίπεδη κινητικότητα της ελληνικής διπλωματίας στην Ανατολική Μεσόγειο, την Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική που εξοργίζει τους Τούρκους.
Του Πιέρρου Ι. Τζανετάκου
Όπως γράφαμε μία μέρα πριν από την επίσκεψη του Νίκου Δένδια στην Τουρκία οι συνθήκες, οι πράξεις, αλλά και οι δηλώσεις των τελευταίων εβδομάδων από την πλευρά της Άγκυρας δεν προμήνυαν ότι οι συνομιλίες του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών με τον Τούρκο ομόλογό του θα ήταν μια εύκολη υπόθεση. Όμως κανείς- ή σχεδόν κανείς- δεν περίμενε αυτή τη σφοδρή διπλωματική αντιπαράθεση που εξελίχθηκε μεταξύ των δύο ανδρών μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες. Ήταν μια από τις σπάνιες φορές που όσα συζητούνται κατ’ ιδίαν, ειπώθηκαν ανοικτά και δημοσίως.
Η αναφορά του Τσαβούσογλου σε «τουρκική» μειονότητα στη Θράκη πυροδότησε την εκκίνηση ενός πρωτοφανούς διαλόγου, ο οποίος θα συνεχιζόταν για πολλά λεπτά και με άγνωστο τέλος αν δεν ακολουθούσε το δείπνο του ραμαζανιού «ιφτάρ», στο οποίο ήταν προσκεκλημένος ο Νίκος Δένδιας. Όπως αποδείχθηκε, το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών είναι τέτοιο, που ακόμα και οι πλέον αισιόδοξοι αναλυτές δεν μπορούν παρά να μην προβλέψουν μια περαιτέρω ψύχρανση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Άλλωστε, ήδη από τα πρώτα λεπτά που ακολούθησαν το πέρας των κοινών δηλώσεων Δένδια- Τσαβούσογλου τα τουρκικά μίντια άρχισαν να εξαπολύουν μύδρους κατά της Ελλάδας, μιλώντας για προκλητική στάση του «φιλοξενούμενου» Έλληνα Υπουργού μέσα στην Άγκυρα και προειδοποιώντας ότι «στην επίθεση απαντάμε κι εμείς με επίθεση».
Μπορεί να απορούν και να εξοργίζονται με όσα συνέβησαν χθες, αλλά ήταν οι ίδιοι οι Τούρκοι που επεδίωξαν λίγες ώρες πριν από την άφιξη του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών στην Άγκυρα και τη συνάντησή του με τον Ταγίπ Ερντογάν, όχι μόνο να καθορίσουν την ατζέντα, αλλά να καλλιεργήσουν εμπρηστικό κλίμα, ανεβάζοντας τους τόνους της επιθετικής ρητορική τους. Ο Τούρκος Πρόεδρος αναφέρθηκε αρχικά στα δήθεν κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας του στην κυπριακή ΑΟΖ, προαναγγέλλοντας ότι «αν χρειαστεί να επέμβουμε στην Κύπρο, τότε θα το κάνουμε». Στο κλείσιμο της τοποθέτησής του, ενώπιον ενός ακροατηρίου νέων, ο Ερντογάν χρησιμοποίησε μια φράση- μοτίβο, για να ενεργοποιήσει τα εθνικιστικά και εν πολλοίς αντιδυτικά αντανακλαστικά των συμπατριωτών του: «Πρέπει (σσ: οι ξένοι) να σέβονται την Τουρκία».
Όλα αυτά δεν ήχησαν πρωτόγνωρα στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Η Αθήνα, όμως, προσπάθησε να μείνει στη θετική πλευρά των γεγονότων: Ήταν σαφές ότι τόσο το ταξίδι του Νίκου Δένδια στην Τουρκία, όσο και η συνάντηση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών με τον Ταγίπ Ερντογάν θα μπορούσαν υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις να δώσουν χώρο για την επανεκκίνηση του πολιτικού διαλόγου και ενδεχομένως να λειτουργήσουν ως προάγγελος μιας συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο Πρόεδρο. Προφανώς τίποτα από αυτά δεν ισχύει πλέον.
Η ατζέντα των διμερών σχέσεων Αθήνας- Άγκυρας παραμένει εδώ και χρόνια βαριά, εφ’ όλων των θεμάτων τα οποία αναφέρθηκαν χθες στο δημόσιο διάλογο των δύο Υπουργών. Αυτό, όμως, που προκύπτει από τα τεκταινόμενα των τελευταίων ημερών και δη από τη χθεσινή σύγκρουση είναι η ενόχληση της Τουρκίας από τις αλλεπάλληλες κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο, και την Μέση Ανατολή, όσο και τη Βόρειο Αφρική και δη τη Λιβύη. Οι επαφές της Αθήνας με τον αραβικό κόσμο, καθώς και τα τριμερή και τετραμερή σχήματα με Κύπρο, Αίγυπτο (με την οποία έχει υπογραφεί μερική οριοθέτηση ΑΟΖ), Ισραήλ και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προβληματίζουν τους Τούρκους, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι οποιαδήποτε εξέλιξη στην ευρύτερη περιοχή θα έχει ως κοινό παρονομαστή την ισχυρή ελληνική παρουσία. Αν προσθέσει κανείς την επαναφορά των Ηνωμένων Πολιτειών σε αυτό το κομβικό σημείο του χάρτη, την ώρα που οι σχέσεις Ουάσινγκτον- Άγκυρας δεν διάγουν τις καλύτερες μέρες τους, καταλαβαίνει ακόμα καλύτερα την πηγή της τουρκικής αμηχανίας.
Όσον αφορά ειδικότερα στη Λιβύη, η ελληνική διπλωματία στοχεύει ξεκάθαρα πρώτα στην de facto και στη συνέχεια στη de jure ακύρωση του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου. Η συμφωνία Αθήνας- Τρίπολης περί έναρξης συζητήσεων για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών εξόργισε την Άγκυρα, ενώ ο εκνευρισμός των Τούρκων εντείνεται και από το γεγονός ότι η παρούσα μεταβατική κυβέρνηση της Λιβύης δεν σκοπεύει να προχωρήσει εντός των επόμενων μηνών στην επικύρωση του μνημονίου. Παρόλα αυτά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν έχει καταστήσει τις σχέσεις με την Λιβύη την υπ’ αριθμόν μία προτεραιότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στα λιβυκά εδάφη είναι εντονότατη, ενώ το μνημόνιο είναι η μοναδική- έως τώρα- πράξη υλοποίησης του περίφημου οράματος της «Γαλάζιας Πατρίδας». Έτσι, λοιπόν, η διπλωματική μάχη Αθήνας και Άγκυρας στη μετεμφυλιακή Λιβύη αποτελεί σήμερα ένα από τα πλέον καίρια επίδικα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Βλέποντας ότι κατά τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία το ισοζύγιο των δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή αντιστρέφεται, η Τουρκία έχει βάλει στο παιχνίδι τις τελευταίες εβδομάδες- και μάλιστα με εξαιρετικά επιθετικό τρόπο- και την Κύπρο. Έχουμε σημειώσει πολλές φορές ότι στη γεωπολιτική σκακιέρα και ιδίως στην επαναχάραξη του χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής που ονειρεύεται η Άγκυρα, η μεγαλόνησος έχει για την τουρκική στρατηγική όχι μόνο ειδική γεωγραφική σημασία, αλλά είναι ταυτοχρόνως και ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα των εμπλεκόμενων δυνάμεων. Πέραν αυτών, το παράνομα κατεχόμενο έδαφος της Κύπρου αποτελεί για τον Ερντογάν την προσφορότερη περίπτωση για αυτό που ο Τούρκος πρόεδρος έχει σχηματοποιήσει ρητορικά ως «αποτίναξη των δεσμών της Λωζάννης»: Την επέκταση, δηλαδή, των τουρκικών συνόρων πέρα από τις γραμμές που ορίζει η Συνθήκη του 1923. Αυτό είναι το όνειρο του Ερντογάν για να γιορτάσει μεγαλοπρεπώς τα 100α γενέθλια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Έτσι, πιστεύει ο ίδιος ότι θα μείνει στην Ιστορία ως ο δεύτερος, μετά τον Κεμάλ, «πατέρας των Τούρκων». Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι λόγω εγγύτητας τα Κατεχόμενα έχουν άμεση συσχέτιση με τις εξελίξεις στη βορειοανατολική Συρία και το έδαφος που θα επιδιώξουν μελλοντικά να καταλάβουν εκεί και επισήμως οι Τούρκοι, ώστε να δημιουργήσουν μια στρατιωτικοποιημένη buffer zone μεταξύ των Κούρδων της Συρίας και των ομοεθνών τους της Νοτιοανατολικής Τουρκίας. Με «όπλο» τις τουρκικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο η Άγκυρα θωρακίζει πολλά και κρίσιμα μέτωπα στο σύστημα ασφαλείας της. Εντός αυτού του πλαισίου, μετά τα χθεσινά γεγονότα και την όξυνση που αυτά αναμένεται να επιφέρουν, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο δύσκολη θα είναι η επίτευξη συγκλίσεων στο Κυπριακό, από τη στιγμή που ο ισχυρότερος όρος Λευκωσίας και Αθήνας είναι η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί. Ούτως ή άλλως, οι Τουρκοκύπριοι καθοδηγούμενοι από την Άγκυρα, έχουν ξεκαθαρίσει ότι θα προσέλθουν στην άτυπη πενταμερή της Γενεύης με λύση δύο κρατών στην Κύπρο.
Βασικός στόχος της Αθήνας μέσω της επίσκεψης Δένδια και της προσπάθειας επαναφοράς των δύο πλευρών στο τραπέζι του πολιτικού διαλόγου ήταν ν’ αποφευχθούν όλα όσα έγιναν πέρσι, ξεκινώντας από τον Μάρτιο στον Έβρο και φθάνοντας έως τον Νοέμβριο στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με αποκορύφωμα τη σύγκρουση της φρεγάτας «Λήμνος» με την τουρκική «Κεμάλ Ρέις» στις 12 Αυγούστου σε θαλάσσια περιοχή πάνω από την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Όπως σημειώσαμε προχθές η Ελλάδα δεν είχε να χάσει κάτι από το ταξίδι Δένδια στην Τουρκία. Κι αυτό διότι βρίσκεται στην πλευρά της νομιμότητας. Τόσο για το νομικό πλαίσιο που περιβάλλει τη μουσουλμανική μειονότητα, όσο για τις παράνομες κινήσεις της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Τόσο για την παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας στο προσφυγικό, όσο και για τις αμέτρητες υπερπτήσεις πάνω από τα ελληνικά νησιά. Τόσο για την παράνομη κατοχή του 37% της Κύπρου, όσο και για τη διαρκή απειλή του casus belli έναντι της άσκησης ενός κατ’ εξοχήν κυριαρχικού της δικαιώματος. Η περίοδος που έπεται δεν θα είναι εύκολη. Οι ισορροπίες είναι λεπτές, η Τουρκία παραμένει μια πολύ σημαντική χώρα για τη Δύση, η τουρκική διπλωματία είναι ευέλικτη και τα πράγματα μπορεί εύκολα ν’ ανατραπούν. Το πρωτεύον, όμως, είναι να αντιμετωπιστεί η επόμενη σπασμωδική ενέργεια της Άγκυρας.
www.ertnews.gr
Το άρθρο Ανάλυση: Η ελληνική διπλωματία εξοργίζει τους Τούρκους εμφανίστηκε πρώτα στο ERT.GR.
source https://www.ertnews.gr/dimosio-vima/arthrografia/analysi-i-elliniki-diplomatia-exorgizei-toys-toyrkoys/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου