Η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να διαγράψει τον Αντώνη Σαμαρά από τη Νέα Δημοκρατία έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις, τόσο στο εσωτερικό του κόμματος όσο και στην ελληνική πολιτική σκηνή γενικότερα.
Ο Αντώνης Σαμαράς είναι μια ιδιαίτερα σημαντική προσωπικότητα για την Νέα Δημοκρατία, με μακρά πολιτική πορεία, ενώ υπηρέτησε και ως πρωθυπουργός από το 2012 έως το 2015. Η διαγραφή του από το κόμμα που ο ίδιος υπηρέτησε για πολλά χρόνια αποτελεί, λοιπόν, ένα συμβολικό και στρατηγικό βήμα.
Από την πλευρά του Κυριάκου Μητσοτάκη, η απόφαση φαίνεται να σχετίζεται με την ανάγκη για πολιτική καθαρότητα και τη θέληση να διαμορφώσει μια ενιαία στρατηγική για το κόμμα, ενόψει των εξελίξεων και των εκλογικών αναμετρήσεων. Η απόφαση αυτή επίσης μπορεί να υποδηλώνει την επιθυμία του Μητσοτάκη να απομακρύνει από το κόμμα εκείνους που θεωρεί ότι ενδέχεται να προκαλέσουν διαίρεση ή να εμποδίσουν την πολιτική του ατζέντα.
Από την άλλη πλευρά, η διαγραφή ενός πολιτικού μεγέθους σαν τον Σαμαρά μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις και δυσαρέσκεια μέσα στο κόμμα και την πολιτική σκηνή. Ο Σαμαράς παραμένει ιδιαίτερα δημοφιλής σε τμήματα του κομματικού πυρήνα της Νέας Δημοκρατίας, και οι υποστηρικτές του ενδέχεται να δουν την κίνηση αυτή ως πράξη εσωτερικής καθαίρεσης και απομάκρυνσης από το παραδοσιακό συντηρητικό ρεύμα του κόμματος.
Είναι επίσης ενδιαφέρον το πώς αυτή η κίνηση θα επηρεάσει τη Νέα Δημοκρατία στο μέλλον. Εάν ο Σαμαράς ή οι υποστηρικτές του αποφασίσουν να δημιουργήσουν κάποια άλλη πολιτική κίνηση, αυτό μπορεί να έχει συνέπειες στις εκλογικές ισορροπίες και να προσθέσει νέες δυναμικές στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Το γενικότερο πλαίσιο αυτής της απόφασης είναι αρκετά περίπλοκο και μπορεί να έχει πολλές πολιτικές και στρατηγικές προεκτάσεις, τόσο για τη Νέα Δημοκρατία όσο και για την ελληνική πολιτική γενικότερα.
Πράγματι, η κατάσταση στην ελληνική πολιτική σκηνή μοιάζει να εξελίσσεται με τρόπους που ενδέχεται να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους παραδοσιακούς πολιτικούς θεσμούς και στα κόμματα που κυριαρχούν εδώ και δεκαετίες. Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ και τώρα στη Νέα Δημοκρατία δημιουργούν μια εικόνα πολιτικής αστάθειας και σύγχυσης, κάτι που μπορεί να απογοητεύσει και να απομακρύνει τους ψηφοφόρους από την πολιτική διαδικασία. Ας δούμε πιο αναλυτικά την κατάσταση:
Από την πολιτική πόλωση στη διάλυση του πολιτικού κέντρου
Αυτό που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια είναι μια ενίσχυση της πόλωσης στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Ειδικά μετά την κρίση του 2010, αλλά και με την πολιτική ανάδυση του ΣΥΡΙΖΑ, τα παραδοσιακά κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ αντίστοιχα) φαίνεται να αποδυναμώνονται, ενώ νέο πολιτικό δυναμικό εμφανίζεται από τα άκρα. Αυτή η πόλωση έχει ωθήσει αρκετούς ψηφοφόρους είτε προς το πολιτικό περιθώριο είτε σε πιο ακραίες ή αντισυστημικές επιλογές, όπως βλέπουμε και με την άνοδο νέων πολιτικών μορφών.
Η αίσθηση του εκφυλισμού και της υποβάθμισης
Η πρόσφατη ένταση στις εσωκομματικές σχέσεις, η διαγραφή Σαμαρά από τη ΝΔ, οι διαφοροποιήσεις στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η συνεχής απογοήτευση για τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις ή την αδυναμία ουσιαστικής πολιτικής αλλαγής, δημιουργούν μια αίσθηση πολιτικής κρίσης. Οι πολίτες βλέπουν τις παραδοσιακές ηγεσίες να αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες τους, και συχνά η πολιτική φαινομενικά φαίνεται να «προχωρά» χωρίς συγκεκριμένο στόχο ή όραμα.
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, η διαμάχη και η αποτυχία να ανακάμψει μετά τις εκλογές του 2023 (παρά την εκλογή Κασσελάκη) έδειξε ότι ακόμα και τα κόμματα που εμφανίζονται ως το "νέο" και το "αντισυστημικό" συχνά καταλήγουν να αναπαράγουν τις ίδιες αντιφάσεις και παθογένειες του πολιτικού συστήματος.
Στη Νέα Δημοκρατία, η απόφαση του Μητσοτάκη να διαγράψει έναν τόσο ιστορικό και σημαντικό για το κόμμα πολιτικό, όπως ο Σαμαράς, δείχνει ότι ακόμα και τα μεγάλα κόμματα συναντούν τα όρια της πολιτικής τους ενότητας και στρατηγικής. Η ένταση που δημιουργείται στο εσωτερικό της ΝΔ είναι ενδεικτική μιας επικίνδυνης τάσης αποσύνθεσης και αναστάτωσης στην πολιτική σκηνή.
Αυτή η αίσθηση υποβάθμισης δεν είναι μόνο εσωτερική, αλλά και εξωτερική: οι πολίτες παρακολουθούν τον πολιτικό κόσμο να εστιάζει σε εσωτερικές αντιπαραθέσεις, προσωπικά συμφέροντα και μικροκομματικές μάχες, ενώ τα μεγάλα ζητήματα της χώρας –όπως η οικονομία, η κοινωνική πολιτική, οι μεταρρυθμίσεις στο κράτος– μένουν σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο.
Η δεινή πολιτική πραγματικότητα στα μάτια των ψηφοφόρων
Όπως σωστά επισημαίνετε, όλα αυτά οδηγούν σε μια «δεινή πολιτική πραγματικότητα» για τον πολίτη, που αισθάνεται ότι τα παραδοσιακά κόμματα και οι ηγεσίες τους δεν εκφράζουν πια τις ανάγκες του. Αυτή η απογοήτευση μπορεί να οδηγήσει σε τέσσερις βασικές τάσεις:
Αύξηση της αποχής: Όταν οι πολίτες δεν βλέπουν προοπτικές ή αλλαγές από τα παραδοσιακά κόμματα, πολλές φορές επιλέγουν την αποχή από τις εκλογές, κάτι που υπονομεύει την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Ανάδειξη μικρότερων σχηματισμών: Η απογοήτευση από τα μεγαλύτερα κόμματα συχνά ωθεί τους πολίτες να στραφούν σε νέα ή πιο «εναλλακτικά» πολιτικά σχήματα, ακόμα και αν αυτά είναι λιγότερο οργανωμένα ή σαφή στις θέσεις τους.
Ακραία κόμματα ή κινήσεις: Κόμματα ή προσωπικότητες που εκφράζουν ακραία ή αντισυστημική ρητορική μπορεί να κερδίσουν έδαφος όταν οι πολίτες αισθάνονται ότι οι παραδοσιακοί πολιτικοί τους απογοητεύουν. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει ακόμα πιο έντονη πόλωση ή να ενδυναμώσει πολιτικές κινήσεις που βρίσκονται στα άκρα.
Έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς: Η συνεχής απογοήτευση και η πολιτική αναστάτωση οδηγούν σε μια πιο γενικευμένη δυσπιστία απέναντι στους πολιτικούς και τους θεσμούς, κάτι που συνήθως έχει μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες για τη λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας.
Ποιες είναι οι προοπτικές για την ελληνική πολιτική σκηνή;
Αν η τάση αυτή συνεχιστεί, είναι πολύ πιθανό να δούμε μια αναδιάρθρωση του πολιτικού τοπίου στην Ελλάδα. Η επόμενη γενιά πολιτικών, που θα αναδειχθεί από τον πολιτικό αναβρασμό και τις εσωτερικές εντάσεις, ενδέχεται να έχει πιο αυστηρό ή ρηξικέλευθο λόγο, αλλά το ζητούμενο είναι αν θα μπορέσει να οικοδομήσει μια πολιτική πρόταση που να απευθύνεται στους πολίτες με σύνεση και μακροπρόθεσμο σχέδιο.
Για να αποφευχθεί μια πλήρης πολιτική κρίση και να αποτραπεί η δημιουργία ενός πολιτικού κλίματος «χαοτικής» απογοήτευσης, απαιτείται από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις να επικεντρωθούν ξανά σε προτάσεις που να απαντούν στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών, αναδεικνύοντας το κοινό καλό και όχι τις εσωτερικές τους αντιφάσεις.
Αν δεν γίνει αυτό, η πολιτική απογοήτευση μπορεί να γίνει ακόμα πιο έντονη και οι πολίτες μπορεί να στραφούν σε κινήσεις που δεν προσφέρουν λύσεις, αλλά αντίθετα επιτείνουν την αβεβαιότητα και την αστάθεια.
Η αβεβαιότητα και η αστάθεια στην ελληνική πολιτική σκηνή, αν συνεχίσουν να εξελίσσονται με τον ίδιο ρυθμό και χωρίς ουσιαστικές πολιτικές και θεσμικές απαντήσεις, ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια σειρά από σοβαρές συνέπειες, τόσο σε επίπεδο πολιτικής, όσο και κοινωνικής σταθερότητας. Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που θα μπορούσαν να καθορίσουν την πορεία αυτής της αβεβαιότητας, με το φάσμα των σεναρίων να είναι ευρύ και να εξαρτάται από το πώς θα αντιδράσουν οι πολιτικοί, οι θεσμοί και οι πολίτες.
Ακολουθούν οι βασικότερες συνέπειες που μπορεί να προκύψουν αν η αβεβαιότητα και η αστάθεια συνεχίσουν να κυριαρχούν στην Ελλάδα:
Ενίσχυση της πολιτικής πόλωσης και κατακερματισμού
Η πολιτική πόλωση που βιώνει η Ελλάδα σήμερα είναι ήδη έντονη, με τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις να δείχνουν σημάδια αποδυνάμωσης και διάσπασης, και ταυτόχρονα την άνοδο νέων αντισυστημικών κινημάτων και σχηματισμών. Αν η πολιτική αστάθεια συνεχιστεί:
Δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών: Η απογοήτευση από τα παραδοσιακά κόμματα ενδέχεται να προκαλέσει τη δημιουργία νέων πολιτικών κινήσεων ή κομμάτων, με έμφαση σε ακραία ή αντισυστημικά ρεύματα. Όπως φαίνεται και από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και του Κασσελάκη, αλλά και από τη διάσπαση στη Νέα Δημοκρατία, ενδέχεται να εμφανιστούν «ανατρεπτικοί» πολιτικοί σχηματισμοί, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν την απογοήτευση του κόσμου, με συχνά ρητορική πολωτική ή λαϊκιστική.
Περεταίρω ενίσχυση των άκρων: Η αδυναμία των παραδοσιακών κομμάτων να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της επιρροής των ακραίων πολιτικών δυνάμεων, τόσο στην αριστερά όσο και στη δεξιά, ενισχύοντας τις πόλωσης. Αυτό ενδεχομένως να οδηγήσει σε ακόμη πιο σφοδρές πολιτικές συγκρούσεις.
Αποσύνθεση των μεγάλων κομμάτων: Αν η αποδυνάμωση των μεγάλων κομμάτων της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ συνεχιστεί, υπάρχει ο κίνδυνος να δούμε την πλήρη αποσύνθεσή τους ή την εκλογική τους περιθωριοποίηση, ενώ η δημιουργία πολλών μικρότερων σχημάτων ή πολιτικών κομμάτων με διαφορετικές στρατηγικές και αξίες θα οδηγούσε σε μία διαρκή πολιτική αναστάτωση.
Κοινωνική αναταραχή και απογοήτευση
Η αβεβαιότητα στην πολιτική σφαίρα συχνά συνδέεται με κοινωνική αναταραχή, και αν τα πολιτικά κόμματα και οι θεσμοί δεν καταφέρουν να επανασυνδέσουν την πολιτική με τις ανάγκες των πολιτών, οι συνέπειες μπορεί να είναι σοβαρές:
Αύξηση της κοινωνικής δυσαρέσκειας: Οι πολίτες που βλέπουν την πολιτική να αποτυγχάνει να λύσει τα καθημερινά τους προβλήματα (όπως την ανεργία, τις χαμηλές αμοιβές, τις αυξανόμενες ανισότητες, την ακρίβεια) μπορεί να στραφούν σε μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας. Αν αυτή η δυσαρέσκεια εκφραστεί μαζικά, μπορεί να οδηγήσει σε απεργίες, διαδηλώσεις και, ενδεχομένως, σε εξεγέρσεις, όπως συνέβη σε άλλες χώρες της Ευρώπης κατά την περίοδο των μεγάλων κοινωνικών κρίσεων.
Αύξηση της αποχής και της πολιτικής απογοήτευσης: Η κοινωνική απάθεια και απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της αποχής από τις εκλογές, κάτι που θα έκανε το πολιτικό σύστημα ακόμα πιο αντιπροσωπευτικό και αντιδημοκρατικό. Η αδυναμία των κομμάτων να κινητοποιήσουν τους πολίτες ή να αναδείξουν μια συνεκτική πολιτική ατζέντα θα οδηγήσει σε μια γενικευμένη αίσθηση αδυναμίας του κράτους να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών.
Οικονομική αστάθεια και επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης
Η πολιτική και κοινωνική αστάθεια μπορεί να έχει σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τη χώρα:
Αβεβαιότητα για τις ξένες επενδύσεις: Εάν η πολιτική αβεβαιότητα συνεχιστεί, οι ξένες επενδύσεις ενδέχεται να μειωθούν, καθώς οι επενδυτές θα είναι επιφυλακτικοί για το μέλλον της χώρας. Η έλλειψη σταθερότητας είναι πάντοτε ανασταλτικός παράγοντας για οικονομική ανάπτυξη.
Δημοσιονομική αποδιοργάνωση: Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να εφαρμόσει σταθερές μεταρρυθμίσεις ή να ενισχύσει τη δημοσιονομική πειθαρχία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξανόμενο χρέος και περαιτέρω δημοσιονομικές πιέσεις. Η έλλειψη συνοχής στην κυβέρνηση ή η καθυστέρηση μεταρρυθμίσεων μπορεί να προκαλέσει νέα οικονομική κρίση ή την επιστροφή σε αυστηρότερα μέτρα λιτότητας.
Επιπλοκές στον τομέα των κοινωνικών παροχών: Η αναστάτωση στην πολιτική σκηνή μπορεί να δημιουργήσει αβεβαιότητα στο πώς θα διαχειριστούν κρίσιμους τομείς, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η παιδεία, η κοινωνική πρόνοια και οι συντάξεις, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι κοινωνικές εντάσεις.
Αδυναμία και αποδυνάμωση των θεσμών
Αν η πολιτική αστάθεια και η απογοήτευση από τα παραδοσιακά κόμματα συνεχιστεί, θα μπορούσαμε να δούμε και αποδυνάμωση των θεσμών:
Ανασφάλεια στους θεσμούς της Δημοκρατίας: Η εντεινόμενη αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος μπορεί να αμφισβητήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς της Δημοκρατίας και των ανεξαρτήτων αρχών. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να ενισχύσει τις τάσεις αντιδημοκρατικών ή αυταρχικών λύσεων.
Διακυβέρνηση μέσω προσωρινών ή «αδύναμων» κυβερνήσεων: Αν η πολιτική κρίση επιδεινωθεί, είναι πιθανό να δούμε κυβερνήσεις συνεργασίας ή τεχνοκρατικές κυβερνήσεις, οι οποίες θα είναι ασταθείς και χωρίς ισχυρό πολιτικό όραμα, γεγονός που θα εντείνει τη γενικότερη αίσθηση ανασφάλειας και αναποτελεσματικότητας.
Εξωτερικές πιέσεις και γεωπολιτική αναταραχή
Η εξωτερική κατάσταση και οι γεωπολιτικές εξελίξεις (όπως οι σχέσεις με την Τουρκία, το Κυπριακό, η συμμετοχή στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ) μπορεί να προσθέσουν έναν ακόμη παράγοντα αστάθειας:
- Αδυναμία αντιμετώπισης εξωτερικών πιέσεων: Εάν η εσωτερική πολιτική σκηνή είναι αποδυναμωμένη, η Ελλάδα θα έχει μεγαλύτερες δυσκολίες να ανταπεξέλθει σε εξωτερικές προκλήσεις. Για παράδειγμα, η διαχείριση κρίσεων με γειτονικές χώρες ή ζητημάτων εντός της ΕΕ μπορεί να καταστεί πιο περίπλοκη και επικίνδυνη.
Η αβεβαιότητα και η αστάθεια που παρατηρούνται στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή ενδέχεται να οδηγήσουν σε σοβαρές συνέπειες, όπως ενίσχυση των πολιτικών άκρων, κοινωνικές αναταραχές, οικονομική καθίζηση και αποδυνάμωση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου